Σημείωση υπέρ της ρομαντικής παραδοσιοκρατίας και κατά της νέας δεξιάς


Από την ημέρα που εξελέγη πρόεδρος των Η.Π.Α ο Ντόναλντ Τραμπ, έχουμε ασκήσει πολλές φορές κριτική εναντίον του. Ο κύριος λόγος που μας έκανε να υιοθετήσουμε αυτή τη στάση ήταν το ότι δεν φάνηκε συνεπής με τις προεκλογικές του υποσχέσεις. Ο Τραμπ κυβέρνησε μέχρι σήμερα σαν ένας τυπικός (ακρο)δεξιός, φιλελεύθερος ρεπουμπλικάνος, αγνοώντας τις αρχές του εθνικιστικού συντηρητισμού, αρκετές από τις οποίες προεκλογικά επικαλείτο.


Ωστόσο, για να είμαστε δίκαιοι, οφείλουμε να του αναγνωρίσουμε ότι, τις προηγούμενες μέρες, έλαβε μια σημαντική απόφαση. Για την ακρίβεια την πρώτη του απόφαση, ως πρόεδρος, η οποία είναι αληθινά φιλολαϊκή, εθνικιστική και συνεπής με τις προεκλογικές του εξαγγελίες. Ασφαλώς, πρόκειται για την απόφαση να φορολογήσει αρκετά εισαγόμενα (προς τις Η.Π.Α) προϊόντα. Αναμφίβολα, έχουμε να κάνουμε με μια πράξη οικονομικού και πολιτιστικού προστατευτισμού, η οποία προκαλεί φραγμούς στην επέλαση της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.

Η απόφαση αυτή του Aμερικανού προέδρου μας δίνει την ευκαιρία να αναδείξουμε ένα θέμα, για το οποίο τα μέλη της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ έχουμε μιλήσει πολλές φορές, κατά το πρόσφατο παρελθόν, σε ιδιωτικές μας συζητήσεις. Το θέμα αυτό δεν είναι άλλο από τον ρόλο του ιδεολογικού πλαισίου της νέας δεξιάς.

Η νέα δεξιά είναι μια μεταμοντέρνα απόπειρα να ανανεωθεί το ιδεολογικό οπλοστάσιο της δεξιάς, η οποία άρχισε να γίνεται πολιτική πράξη στη δύση, κατά τη δεκαετία του 1970. Οι περισσότεροι πολιτικοί επιστήμονες αναγνωρίζουν τρεις τάσεις της νέας δεξιάς. Δυο ιδεολογικο-πολιτικές και μια τρίτη, η οποία έχει πλούσιο θεωρητικό υπόβαθρο αλλά δεν έχει εφαρμοστεί στην πολιτική πράξη.

Οι δυο πρώτες είναι η λιμπερταριανική νέα δεξιά και η νεοσυντηρητική νέα δεξιά. Και οι δυο αποτελούν αποκρυσταλλώσεις μιας (αλλόκοτα μεταμοντέρνας) προσπάθειας να αιχμαλωτιστούν, ως ιδεολογικά στολίδια, κάποιες αρχές του συντηρητικού εθνικισμού σε μια πολιτική βάση ακραία ατομικιστική και νεοφιλελεύθερη. Η (μικρή) διαφορά τους έγκειται στο ότι η νεοσυντηρητική νέα δεξιά στρέφεται μεν, αλλά πιο επιφυλακτικά, εναντίον του κράτους και υπέρ της πλήρους ιδιωτικοποίησης του δημόσιου βίου. Αντίθετα, η λιμπερταριανή νέα δεξιά αποσκοπεί στην πλήρη υποταγή του δημόσιου στοιχείου (έθνους, κοινωνίας, κράτους) στο ιδιωτικό (αγορά).  Συμπερασματικά, η νέα δεξιά προσπαθεί να παντρέψει τις οικονομικές αξίες του νεοφιλελευθερισμού με τις κοινωνικές αξίες του συντηρητισμού, αντιλαμβανόμενη την ελευθερία με οικονομικούς όρους. Στην ουσία, οι δυο αυτές εκδοχές της νέας δεξιάς έχουν liberal υπόβαθρο και θέτουν τον συντηρητισμό στην υπηρεσία του φιλελευθερισμού.

Η τρίτη εκδοχή της νέας δεξιάς είναι η εθνικιστική. Πρόκειται για το ιδεολογικό ρεύμα που εκφράζουν διανοητές, οι οποίοι συγκροτούν τον κύκλο του Γάλλου στοχαστή Αλεν ντε Μπενουά. Είναι ακόμη προς συζήτηση το αν θα πρέπει να εντάσσεται το ρεύμα αυτό στην ευρύτερη νέα δεξιά. Πρώτον, γιατί αποτελεί ένα εθνικιστικό θεωρητικό ρεύμα που ακόμη δεν έχει πολιτική αντιστοίχιση. Και δεύτερον, επειδή ο ίδιος ο Μπενουά, στο βιβλίο «Οι Ιδέες στα Ορθά», έχει γράψει ότι τον χαρακτηρισμό του «νέου δεξιού» τον απέδωσαν οι αναγνώστες και οι ιδεολογικοί του αντίπαλοι, ενώ ο ίδιος θα προτιμούσε, για το θεωρητικό ρεύμα που εκφράζει, έναν χαρακτηρισμό του τύπου «νέος πολιτισμός» ή «νέα πολιτική κουλτούρα».


Κοντολογίς, στην πολιτική πρακτική, όταν αναφερόμαστε στη νέα δεξιά εννοούμε το μεταμοντέρνα νεοφιλελεύθερο πλαίσιο, με τα συντηρητικά ιδεολογικά δάνεια, το οποίο εξέφρασαν ο Ρήγκαν και η Θάτσερ, και που έκτοτε ακολουθεί ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού κόσμου της δύσης. Ένα ρεύμα το οποίο τροφοδοτεί επιδέξια, κατά τα τελευταία έτη, η αστικοφιλελεύθερη εξουσιαστική ελίτ του δυτικού κόσμου. Και το κάνει αυτό επειδή αντιλαμβάνεται ότι η προώθηση της παγκοσμιοποίησης δημιουργεί αμυντικά αντανακλαστικά στις εθνικές κοινωνίες, τα οποία ευνοούν τις εθνικιστικές πολιτικές. Προκειμένου, λοιπόν, να αποτρέψει αυτή την προοπτική, η εξουσιαστική ελίτ προκρίνει ως λύση ανάγκης τη νέα δεξιά. Την προβάλει ως μια εκλογικευμένη και αποδεκτή πολιτική εκδοχή, η οποία (δήθεν) εκφράζει με ορθολογικό τρόπο κάποια από τα αιτήματα του (υποτίθεται) ουτοπικού ρομαντικού εθνικισμού. Γι αυτό ακριβώς η νέα δεξιά αποτελεί, τούτα τα σκοτεινά χρόνια, τον πιο ύπουλο εχθρό όλων εμάς των ρομαντικών παραδοσιοκρατών. 

Τον υπόγεια αθόρυβο τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται η νέα δεξιά στην χώρα μας, όσοι παρακολουθούμε στενά τις πολιτικές εξελίξεις στον παραδοσιοκρατικό χώρο, τον έχουμε επισημάνει από την εποχή που αναρριχήθηκε στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας ο Αντώνης Σαμαράς. Έκτοτε, εμφανίστηκαν ως (δήθεν) ανεξάρτητοι, εντός του πλαισίου της ελληνικής δεξιάς, δεκάδες πυρήνες, ομάδες, κόμματα, think tanks και αρθρογράφοι, οι οποίοι οικειοποιήθηκαν αιτήματα εθνικιστικά και όρους όπως ο «συντηρητισμός» και ο «εθνικισμός» (με πολύ προσοχή τον δεύτερο). Εμείς αντιληφθήκαμε γρήγορα ότι οι περισσότεροι εξ αυτών έπαιζαν το παιχνίδι του αστικού φιλελευθερισμού, λειτουργώντας ως πέμπτη φάλαγγα του ελληνικού εθνικισμού (κάποτε μάλιστα, αντιγράφοντας δικά μας κείμενα και αντιστρέφοντας τα νοήματά τους). Δυστυχώς, όμως, οι περισσότεροι αναγνώστες δεν ήταν σε θέση να κάνουν τις ίδιες διαπιστώσεις.

Επειδή, όμως, όπως λέει η παροιμία, ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται, περιμέναμε υπομονετικά ότι κάποιες στιγμές θα άφηναν κενά στην αφήγησή τους.  Ένα από αυτά ήταν και η περίπτωση της ανακοίνωσης των προστατευτικών μέτρων από τον Ντόναλντ Τραμπ. Ασφαλώς, ο Τραμπ αποτελούσε μέχρι πρότινος σημείο αναφοράς για τους Έλληνες νεοδεξιούς. Κι εκεί που ό,τι αποφάσιζε το υποστήριζαν θερμά, ως εκ θαύματος..(!) στην περίπτωση της τελευταίας του απόφασης, (της μοναδικής, δηλαδή, που έδειξε συνέπεια στις συντηρητικές προεκλογικές του δεσμεύσεις και κόντραρε την παγκοσμιοποίηση), τα ελλαδικά «φυντάνια» της νεοδεξιάς στράφηκαν εναντίον του. Ο Τραμπ έγινε στόχος των αρνητικών τους σχολίων, γιατί έθεσε εμπόδια στη ροή του παγκόσμιου κεφαλαίου.

Σε αυτό το άρθρο δεν θα επεκταθούμε σε ένα ξετύλιγμα της ιδεολογικής γενεαλογίας του συντηρητισμού, προκειμένου να αποδείξουμε τις εθνικιστικές του συνάφειες, τόσο στην ηπειρωτική όσο και στην βρετανική εκδοχή του. Κάτι τέτοιο θα αποκάλυπτε τις ιδεολογικές ακροβασίες των νεοδεξιών και τον καταχρηστικό τρόπο που χρησιμοποιούν την εν λόγω έννοια. Ταυτόχρονα, όμως, θα έκανε το εν λόγω άρθρο να χάσει τη συνοχή του. Γι αυτό θα σταθούμε σε κάποιες προφανείς επισημάνσεις.


Μια τέτοια επισήμανση αφορά την αντίφαση των Ελλήνων νεοδεξιών στο δίπολο μετανάστευσης/ροής κεφαλαίων. Οι ίδιοι άνθρωποι, που τάχα ανησυχούν για τις συνέπειες της αθρόας μετανάστευσης στις εθνικές κοινωνίες, καμώνονται πως δεν γνωρίζουν ότι η διεθνιστική παγκοσμιοποίηση απειλεί τις εθνικές ταυτότητες όχι μόνο με την παγκόσμια  ροή προσώπων, αλλά και με τη ροή κεφαλαίων, καθώς επίσης και με την επιβολή παγκόσμιων αισθητικών προτύπων μέσω των εμπορικών προϊόντων.
   
Από την πλευρά μας δεν κρύβουμε ότι χαμογελάμε σκωπτικά παρατηρώντας τα ερμηνευτικά αδιέξοδα όσων εξακολουθούν να αναλύουν τις πολιτικές εξελίξεις βάσει του αχρηστευμένου πια άξονα δεξιάς/αριστεράς (το  αστείο είναι ότι προσπαθούν να μεταθέσουν πριν τη Γαλλική Επανάσταση, και συγκεκριμένα στις απαρχές της ευρωπαϊκής ιστορίας, την τομή δεξιάς/αριστεράς, κατασκευάζοντας το φαιδρό επιχείρημα ότι η "δεξιά" αποτελεί κοσμοθέαση, ενώ το ακόμη πιο αστείο είναι ότι εμάς μας εντάσσουν στην κατηγορία των «δεξιών κρατιστών»). Δεν χαμογελάμε, όμως, βλέποντάς τους να επιχειρούν να σκεπάσουν τη γενεαλογία των ιδεών του πολιτικού ρομαντισμού, οικειοποιούμενοι, κατά περίπτωση και με ύποπτους σκοπούς, έννοιες του παραδοσιοκρατικού πλαισίου. Δεν χαμογελάμε όταν τους βλέπουμε να αυτοπροσδιορίζονται ως (δήθεν) συντηρητικοί, εθνικιστές και αντιφιλελεύθεροι. Γι αυτό τους ενημερώνουμε ότι καλό θα είναι να μην μας προκαλούν.

Χρειαζόμαστε μοναχά λίγα λεπτά προκειμένου να αποδομήσουμε τον μεταμοντέρνο αντιφατικό τους λόγο κι ακόμη λιγότερα για να αποκαλύψουμε τις σκοπιμότητές τους. Το γεγονός ότι ο ελληνικός εθνικιστικός χώρος έχει καταληφθεί από ανόητους, ακαλλιέργητους, παρακρατικούς και (ανίκανους να αρθρώσουν πολιτικό λόγο με  αξιόλογο ιδεολογικό υπόβαθρο) καραγκιόζηδες, δεν σημαίνει ότι οι τελευταίοι «ιδαλγοί της χίμαιρας» θα ανεχθούμε την περαιτέρω ιδεολογική και εννοιολογική του λεηλασία, από τους νεοδεξιούς και τους «ιδεολογικά μεταμφιεσμένους» συνομιλητές του Ανδριανόπουλου κι ακόλουθους του Σαμαρά και της Μέρκελ. Όλοι εκείνοι που μπερδεύουν τη σύγχρονη Ευρωπαϊκή Ένωση και τις U.S.A με την παραδοσιακή Ευρώπη, καλά θα κάνουν να θυμούνται ότι υπάρχουν ακόμη ρομαντικοί εθνικιστές, Έλληνες Ευρωπαίοι πατριώτες της societas civilis, της πένας του Ντίκενς, του πινέλου του Ροσέτι, του ξίφους του Θερβάντες, των ωδών του Κάλβου και των δημοτικών ασμάτων του Ζαμπέλιου.


Εικόνα 1 Νικόλαος Γύζης, Αρχάγγελος
Εικόνα 2 Κωνσταντίνος Βολανάκης, Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας
Εικόνα 3 Νικόλαος Γύζης, Η Αράχνη