Για τον Άνθρωπο του Χιονισμένου Μονοπατιού

                                                                               
                                                    του Σταμάτη Μαμούτου 

Μέσα στο απέραντο λευκό τοπίο του παγωμένου καναδικού βορρά. Με τις νιφάδες του χιονιού άλλοτε να αιωρούνται απαλά, κι άλλοτε να λικνίζονται σε αιθέριους στροβιλισμούς, ακολουθώντας τους ρυθμούς του ανέμου κάτω απ’ τις γλυκά ιριδίζουσες ανταύγειες του μολυβένιου ουρανού. Ενός ουρανού που μοιάζει με αστροκέντητο χιτώνα, απλωμένου σαν την αυλαία του κόσμου όλου, έτσι που φαντάζει λες, σαν το ύστατο όριο, ανάμεσα στο πεδίο της υλικής εμπειρίας και στο βασίλειο του Θεού. Κάπου εκεί, στο μεταίχμιο της ανθρωπινότητας και του υπερβατικού, τοποθέτησε το ξύλινο κατάλυμα λίγων ύστερων προμάχων του ευρωπαϊκού ψυχισμού, ο σπουδαίος Αμερικανός λογοτέχνης Τζακ Λόντον, στο διήγημα που φέρει τον τίτλο «Για τον άνθρωπο του χιονισμένου μονοπατιού».


Ήταν βράδυ των Χριστουγέννων στα τέλη του 19ου αιώνα. Λίγοι Αμερικανοί, όλοι τους ευρωπαϊκής καταγωγής, άντρες από εκείνους που είχαν ερωτευθεί την περιπέτεια και αρέσκονταν να σηκώνουν το γάντι στις προκλήσεις, τις ανεγειρόμενες από τον μύχια του εαυτού τους, βρίσκονταν γύρω απ’ τη ζεστή σόμπα, απολαμβάνοντας την θαλπωρή του ξύλινου καταλύματος. Επρόκειτο για μερικούς από τους εκείνους που βίωναν το τέλος μιας περιπέτειας, η οποία είχε αρχίσει για τον άνθρωπο της λευκής φυλής με την κατάκτηση της «άγριας δύσης».

Πριν ακόμη οι Αμερικανοί συγκροτήσουν το ανεξάρτητο κράτος τους, η αγγλοσαξονική κοινότητα, που βρισκόταν στο επίκεντρο του αμερικανικού βίου, μετέτρεπε κιόλας σε ιστορική πράξη την έμφυτη τάση των ευρωπαϊκών εθνών για κατακτήσεις και περιπέτειες. Η αμερικανική δύση ήταν ακόμη παρθένα και στα μάτια των αγγλοσαξόνων άφηνε την υπόσχεση μιας αέναης κατακτητικής επέκτασης. Οι άγνωστες γαίες έπρεπε να εξερευνηθούν και να τεθούν στην διάθεση των παιδιών εκείνης της φυλής, που απ’ την αυγή της ιστορίας είχε μάθει να κυριαρχεί. Ωστόσο, στην μακρινή δύση, η έμφυτη τάση για περιπέτεια και κατάκτηση, απογυμνωμένη καθώς ήταν από την παραδοσιακή ευρωπαϊκή πολιτισμική δυναμική, και δίχως να διαθέτει την ενοποιητική ουσία που προϋποθέτει η συμβίωση στα πλαίσια μιας εθνικότητας, εκφράστηκε με έναν πρωτόγνωρο, στρεβλό και οικονομιστικό τρόπο. 


Στην Αμερική οι αγγλοσάξονες δεν έμειναν μόνοι τους αλλά πλαισιώθηκαν από ένα πολύβουο πλήθος μεταναστών, που προέρχονταν και κατάγονταν από διαφορετικές εθνότητες. Το πολυφυλετικό μωσαϊκό των Η.Π.Α ενστερνίστηκε, πάντως, το επεκτατικό όραμα των αγγλοσαξόνων. Κι έτσι, ιδίως μετά τον αμερικανικό εμφύλιο, η κατάκτηση της ηπείρου απέκτησε τον λεγόμενο «δυτικό προσανατολισμό». Η πολυφυλετική μάζα των Αμερικανών άρχισε να εισχωρεί όλο και πιο δυτικά στην αμερικανική ενδοχώρα, προκειμένου να θέσει υπό τον έλεγχό της τις απάτητες γαίες. Ώσπου κάποια στιγμή, ο στόχος επετεύχθη και οι Αμερικανοί έφτασαν στις ακτές του δυτικού ωκεανού. Η άγνωστη χώρα είχε κατακτηθεί. Όσοι πρόλαβαν να ιδιοποιηθούν τις νέες γαίες, εξόρυξαν μέταλλα και ορυκτά, κι αφού εξόντωσαν τους γηγενείς Ινδιάνους και μόλυναν το περιβάλλον, έγιναν οικονομικά ισχυροί.

Υπήρξαν, όμως, κι εκείνοι που δεν τα κατάφεραν. Εκείνοι που έμειναν εργάτες, δίχως να διαθέτουν αξιοζήλευτα περιουσιακά στοιχεία. Πράγμα ιδιαίτερα άδοξο και δύσκολο σε μια χώρα αχαλίνωτα φιλελεύθερη και αδυσώπητα καπιταλιστική. Σε μια χώρα δίχως, αντινεωτερική ή τουλάχιστον σοσιαλιστική, φιλεργατική παράδοση. Εκείνοι οι Αμερικανοί ήταν οι πρώτοι που ένιωσαν τις συνέπειες του κραχ που ταλάνισε τις Η.Π.Α κατά το 1893. Η εργατική τάξη και οι ασθενέστεροι οικονομικά αντιλήφθηκαν τι σημαίνει οικονομική καταστροφή, κοινωνική ισοπέδωση και ψυχική απόγνωση. Κι ενώ αυτή η ιστορική συγκυρία σε μια χώρα της Ευρώπης ενδεχομένως να αποτελούσε την σπίθα για έναν κοινωνικό ξεσηκωμό, στις καπιταλιστικές Η.Π.Α η έξαρση του ενστίκτου της κυριαρχικής επιβίωσης, που χαρακτηρίζει ιστορικά τον λευκό άνθρωπο, εκδηλώθηκε στρεβλά με την τάση για μια νέα εκστρατεία κατάκτησης γαιών.  

Ο καναδικός βορράς αποτελούσε εκείνη την εποχή το μοναδικό σημείο της βόρειας Αμερικής που δεν είχε κατακτηθεί και τα εδάφη του παρέμεναν παρθένα. Έτσι, κάποιοι κατεστραμμένοι κοινωνικά φτωχοδιάβολοι, όντας οι τελευταίοι Ροβινσώνες, ατσαλωμένοι από τις δυσκολίες του βίου της εργατικής τάξης, επιχείρησαν την τελευταία έφοδο προς τον βορρά. Ήταν από το έτος 1896 έως και το 1899, όταν εκείνοι οι απόκληροι γενναίοι άντρες εγκατέλειπαν τα σπίτια τους, φορτώνονταν στους ώμους τα απαραίτητα για την επιβίωση και την τροφή τους και εισέβαλαν στον αρκτικό κύκλο, δίχως να διαθέτουν τα κατάλληλα μέσα θέρμανσης και στέγασης. 


Μεγάλοι αριθμοί από αυτούς έχασαν τις ζωές τους σε εκείνη την οδύσσεια της νεότερης ιστορίας. Ωστόσο το χειρότερο ήταν πως, σύντομα, οι καλά πληροφορημένοι άνθρωποι του αμερικανικού αστικού κατεστημένου άπλωσαν την κυριαρχία τους στις καλύτερες γαίες και στα πλουσιότερα ορυχεία του καναδικού βορρά. Για τους απόκληρους εργάτες -και μετέπειτα Ροβινσώνες- απέμειναν λίγα κοιτάσματα στα πιο επικίνδυνα και αφιλόξενα μέρη. Κι όμως, μολονότι η οικονομική επιτυχία έμοιαζε αμφίβολη, κάτι βαθύτερο ήταν αυτό που έσπρωχνε τους αδάμαστους εκείνους άντρες προκειμένου να λάβουν μέρος στην περιπέτεια του βορρά.

Ο ίδιος ο Τζακ Λόντον, όντας πρώην εργάτης, έγκλειστος σε φυλακές και ρομαντικός σοσιαλιστής, συμμετείχε σε εκείνη την εκστρατεία προς τον απάτητο καναδικό βορρά, κατά το έτος 1897. Η αλήθεια είναι ότι οικονομικά δεν κατάφερε τίποτε. Μοναχά ταλαιπώρησε τον εαυτό του με μια συνηθισμένη βαριά ασθένεια του αρκτικού κλίματος. Εντούτοις, για έναν χρόνο έζησε από κοντά και γνώρισε τους σκληροτράχηλους πολεμιστές της ζωής, στους οποίους έδωσε μυθιστορηματική υπόσταση μέσα από τα δημοφιλή, μετέπειτα, αφηγήματά του. 


Ο Μάλεμουτ Κιντ αποτελεί έναν από τους πλέον χαρακτηριστικούς πρωταγωνιστές των «αρκτικών διηγημάτων» του Λόντον. Και στο δικό του ξύλινο κατάλυμα είχαν βρει καταφύγιο, την νύχτα εκείνων των Χριστουγέννων, κάποιοι σκληραγωγημένοι λευκοί Αμερικανοί, προκειμένου να αναπληρώσουν την χαμένη τους οικογενειακή θαλπωρή. Βυθισμένοι στο γλυκό ημίφως, αφουγκραζόμενοι τους ήχους που ξεπηδούσαν από τα ξύλα που καίγονταν κι αδειάζοντας κούπες με βαρύ αλκοολούχο πωντς, ψυχαγωγούνταν αναπολώντας παλιές τους περιπέτειες στον παγωμένο αρκτικό κύκλο.

Ώσπου, εντελώς απρόσμενα, τα μεσάνυκτα, η όμορφη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα διαλύθηκε για μερικές στιγμές. Ένας γνωστός θόρυβος τράβηξε την προσοχή της παρέας. Ήταν σαφώς ένα έλκηθρο αυτό που είχε σταματήσει έξω από την καλύβα. Κι ο οδηγός του έδειχνε σοφός άντρας, ώριμος στον τρόπο ζωής του βορρά, καθώς πριν ζητήσει καταφύγιο στην θαλπωρή του ξύλινου καταλύματος είχε παραμείνει στο δριμύ ψύχος για να ταΐσει τα σκυλιά που έσερναν το έλκηθρό του.      

Όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα στην πόρτα όταν ο μυστηριώδης επισκέπτης έκανε την εμφάνισή του. Επρόκειτο για έναν εντυπωσιακό άντρα, πανύψηλο και ευρύστερνο. Δυο ρεβόλβερ κολτ, μια καραμπίνα κι ένα κυνηγετικό μαχαίρι αποτελούσαν τον πλήρη πολεμικό του εξοπλισμό. Κι αρκούσε απλά μια πρώτη ματιά ώστε ένας παλαιός πρόμαχος του βορρά, όπως ήταν ο Μάλεμουτ Κιντ, να καταλάβει πως ο νεοφερμένος διέθετε καλό, τίμιο κι ανοιχτόκαρδο πρόσωπο, στο οποίο διαγράφονταν εμφανώς τα ίχνη της σκληρής δουλειάς. Μέσα από τα γούνινα ρούχα του έμοιαζε με τον «Άρχοντα του Χιονιού», σύμφωνα με την περιγραφή του Λόντον.

Όταν ο ξένος εισήλθε στην θαλπωρή της καλύβας κι έγινε μέρος της συντροφιάς, οι οικοδεσπότες του άκουσαν με δέος πως είχε διανύσει εβδομήντα πέντε μίλια με το έλκηθρο, μέσα σε μόλις δώδεκα ώρες. Επρόκειτο για τρομερή επίδοση. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ο επιβλητικός άντρας κυνηγούσε τρεις άλλους χρυσοθήρες που του είχαν κλέψει ένα παλαιότερο έλκηθρο. Όσο αυτός μιλούσε, ο Μάλεμουτ Κιντ τον παρατηρούσε με την διαπεραστική του ματιά. Διέκρινε στο βαρύ, θεληματικό του σαγόνι, αδάμαστη θέληση αναμεμειγμένη με ίχνη ευαισθησίας, τα οποία πρόδιδαν έναν πλούσιο συναισθηματικό κόσμο. Ο Κιντ είχε ήδη αντιληφθεί πως ενώ ο ξένος στην κουβέντα ήταν ήρεμος και ευχάριστος, τα ατσαλογάλαζα μάτια του βρίσκονταν διαρκώς σε εγρήγορση και μαρτυρούσαν ετοιμότητα για δράση.


Ο επιβλητικός άντρας έδειξε κάποια στιγμή στους υπόλοιπους μια φωτογραφία. Ήταν η γυναίκα και ο νεογέννητος γιος του. Είχε να τους δει τρία χρόνια και σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ο γιος του θα είχε γίνει αντράκι. Στην θέα της φωτογραφίας, τα σκληρά πρόσωπα των προμάχων του βορρά απέκτησαν μια απαλότερη έκφραση. Λίγο αργότερα, ο πανύψηλος ξένος πλάγιασε και ζήτησε από τον Κιντ να τον ξυπνήσει σε μόλις τέσσερις ώρες.

Όταν κοιμήθηκε ο Μάλεμουτ Κιντ είπε στους υπόλοιπους την ιστορία του. Ήταν ο Τζακ Γουέστονταιηλ, ένας φημισμένος για την εργατικότητα και την τιμιότητά του χρυσοθήρας, που δούλευε όσο κανείς άλλος και μολονότι βρήκε δυο φορές γη με χρυσάφι, έχασε και τις δυο την ιδιοκτησία του. Οι υπόλοιποι της παρέας άκουγαν με προσοχή, κουνούσαν τα κεφάλια τους συγκαταβατικά και ευχήθηκαν η άγια νύχτα των Χριστουγέννων να έφερνε αυτή την φορά τύχη στο παλικάρι που κοιμόταν δίπλα τους.

Οι ώρες πέρασαν ευχάριστα για την παρέα κι έφτασε η στιγμή να ξυπνήσουν τον Τζακ. Στην πραγματικότητα, ο Μάλεμουτ Κιντ ήταν ο μόνος που είχε καταλάβει από την αρχή πως η ιστορία του για το κλεμμένο έλκηθρο ήταν ψεύτικη. Ωστόσο, η αδιαμφισβήτητη εντιμότητα που απέπνεε το πρόσωπο του φιλοξενούμενού του έκανε τον παλαιό πρόμαχο να τον βοηθήσει με προμήθειες και πολύτιμες συμβουλές. Ο Τζακ ευχαρίστησε θερμά και αποχαιρέτισε την παρέα, ταξιδεύοντας ακόμη πιο βόρεια. Και μόλις ένα τέταρτο της ώρας αργότερα η συντροφιά της καλύβας δέχτηκε νέους επισκέπτες. Αυτή την φορά ήταν η καναδική αστυνομία, που τους ενημέρωσε ότι καταδίωκε τον Τζακ Γουέστονταιηλ, ο οποίος είχε διαπράξει μια ληστεία σαράντα χιλιάδων δολαρίων από μια χαρτοπαικτική λέσχη!   

Οι πρόμαχοι του αρκτικού βορρά είχαν μάθει να ζουν τηρώντας ευλαβικά τους κώδικες μιας, σχεδόν στρατιωτικά, ακέραιης ηθικής. Το άκουσμα αυτού του νέου, γέμισε τις καρδιές τους με οργή για τον πρόσφατο φιλοξενούμενό τους. Πόσο λυπήθηκαν, που πίσω από αυτό το έξοχο παρουσιαστικό κρυβόταν ένα παλιοτόμαρο. Όμως ο Μάλεμουτ Κιντ παρέμενε ατάραχος. Και ως ηγέτης της ομήγυρης, με ένα ανεπαίσθητο νεύμα, μήνυσε στους υπόλοιπους της συντροφιάς να μην προσφέρουν τις πληροφορίες που ζητούσε ο αστυνόμος.

 Επρόκειτο για έναν νεαρό αξιωματικό, ο οποίος, όσο και αν ρωτούσε για τον Τζακ Γουέστονταιηλ, βρισκόταν ενώπιον αμίλητων προσώπων που έμοιαζαν σμιλεμένα σε ξύλο. Όταν με τα πολλά, ο ιερέας της συντροφιάς του Μάλεμουτ Κιντ λύγισε στην πίεση του αστυνόμου και αποκάλυψε πως ο Γουέστονταιηλ προπορευόταν κατά λίγη ώρα, εκείνος φώναξε τους δυο μιγάδες που τον συνόδευαν ως οδηγοί στα δύσβατα μονοπάτια του βορρά να τον ακολουθήσουν στο κυνήγι του καταζητούμενου. Ωστόσο, οι οδηγοί ήταν έμπειροι και γνώριζαν ότι η κούραση θα τους δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα στο αρκτικό κλίμα. Επιπλέον τα σκυλιά κινδύνευαν να ψοφήσουν στον δρόμο, αν δεν έπαιρναν λίγες ανάσες. Όμως ο νεαρός αστυνόμος, μολονότι ήταν κι ίδιος εξαντλημένος, έδειχνε ανυποχώρητος. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να λύσει από το έλκηθρο και να παρατήσει στο δριμύ ψύχος αβοήθητη μια κατάκοπη σκύλα, καθώς επίσης και να επιτάξει περιουσιακά στοιχεία του Μάλεμουτ Κιντ.  Σε λίγα λεπτά, διατάζοντας τους οδηγούς να συνεχίσουν την πορεία τους, βρισκόταν ξανά στο κατόπι του Τζακ Γουέστονταιηλ. 

Τι παράξενη χριστουγεννιάτικη νύχτα! Η παρέα του Μάλεμουτ Κιντ είχε αναστατωθεί. Και πλέον ο παλαιός πρόμαχος του βορρά, αφού έσωσε το ετοιμοθάνατο σκυλί φέρνοντάς το μέσα στην θαλπωρή της καλύβας, έπρεπε να δώσει τις εξηγήσεις που του ζητούσαν επιτακτικά οι φίλοι του. Γιατί είχε βοηθήσει έναν καταζητούμενο; Γιατί δεν είχε πει και στους υπόλοιπους εκείνο που γνώριζε εξαρχής;

«Κρύα είναι η αποψινή νύχτα παιδιά. Πολύ κρύα..». Αυτή ήταν η φράση που αποτέλεσε την πρώτη, άσχετη φαινομενικά, υπεράσπισή του. Κι όταν τα ερωτήματα επέμειναν, ο Κιντ εξήγησε τι ακριβώς συνέβαινε.

Ο Τζακ Γουέστονταιηλ ήταν όντως ο πιο εργατικός και έντιμος χρυσοθήρας του Καναδά. Και πριν από μερικούς μήνες ένα εύρημα χρυσού είχε φτάσει το ύψος της περιουσίας του στα σαράντα χιλιάδες δολάρια. Με τα χρήματα αυτά ο Τζακ θέλησε να αγοράσει μετοχές. Αν το είχε κάνει θα έλυνε το οικονομικό του πρόβλημα και θα έφευγε από εκείνο το κολασμένο μέρος, όπου όλοι γερνούσαν δυο φορές γρηγορότερα απ’ οπουδήποτε αλλού. Όμως ο συνέταιρος του είχε αρρωστήσει στο Άρτικ Σέρκλ και ο Τζακ, αποδεικνύοντας έμπρακτα το πόσο σεβόταν τις ιδέες της συντροφικότητας και της φιλίας, έμεινε για να τον βοηθήσει στην δύσκολη εκείνη στιγμή. Έτσι έδωσε όλα τα χρήματά του σε έναν άλλο φίλο για να πάει εκείνος να του αγοράσει τις μετοχές. Κι αυτός, αντί να το κάνει, έπαιξε όλα τα λεφτά του Τζακ στην χαρτοπαικτική λέσχη. Ο Τζακ χρεοκόπησε και ταυτόχρονα καταδικάστηκε να μείνει επ’ αόριστον στην παγωμένη κόλαση του αρκτικού κύκλου. Όταν μετά από καιρό αποφάσισε να κάνει την έφοδο της απελπισίας στην χαρτοπαικτική λέσχη, το ποσό που λήστεψε δεν ήταν ούτε ένα σεντ περισσότερο από εκείνο που ο φίλος του είχε χάσει στα ζάρια.

Ο Μάλεμουτ Κιντ γνώριζε την ιστορία αλλά δεν είχε συναντήσει ποτέ του τον Τζακ. Όταν τον είδε να ζητά ολιγόωρη φιλοξενία στο κατάλυμα, περίμενε να διακρίνει με το έμπειρο μάτι του τι σόι άνθρωπος ήταν. Κι όταν η κρίση του βγήκε θετική, κανένας καθωσπρεπισμός και καμιά τυπική νομιμότητα δεν θα μπορούσαν να υποκαταστήσουν την ηθική του άγραφου -μα και μοναδικού αληθινού- Νόμου, που βασιλεύει στο σύστημα αξιών όλων των αυθεντικών πολεμιστών της ζωής. Ενός άγραφου Νόμου που εδράζεται στην αρχέτυπη ιδέα της Δικαιοσύνης (κι όχι στο γραπτό αστικό Δίκαιο) και ζωντανεύει με την μορφή της εθιμοτυπίας σε συνθήκες όπου το Νεωτερικό πλαίσιο δεν μπορεί να  επιβληθεί. Σε συνθήκες ακραίες που υπερβαίνουν την τυπική μετριότητα της καθημερινής υλικής εμπειρίας.

Και η ζωή στον απάτητο βορρά, όπου τα μέσα τεχνολογίας δεν μπορούσαν εκείνη την εποχή να προσφέρουν στον νεωτερικό αστισμό όρους μιας απόλυτης κυριαρχίας, άφηνε περιθώρια για την ανάπτυξη τέτοιων υπερβατικών σχημάτων ρομαντικού βίου. Σχημάτων κοινωνικής οργάνωσης, δηλαδή, όπου οι αξίες της Δικαιοσύνης, ο κοινοτισμός, η φιλία και η συντροφικότητα, δεν υποχωρούσαν στην επιβεβλημένη εξουσία κανενός φιλελεύθερου καθωσπρεπισμού αλλά προσανατόλιζαν ως αλάνθαστοι οίακες τις συμπεριφορές, τους τρόπους και τις ζωές των ανθρώπων.

Όταν ο Μάλεμουτ Κιντ εξήγησε το σκεπτικό του στους υπόλοιπους της παρέας ο αρχικός θυμός τους για τον Τζακ Γουέστονταιηλ καταλάγιασε. Τότε ο Κιντ, υπενθυμίζοντας ότι μόνο μια φορά τον χρόνο γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα, ύψωσε το κύπελλό του και ευχήθηκε φωναχτά.
«Στην υγειά του ανθρώπου που πορεύεται στο χιονισμένο μονοπάτι, τούτη τη νύχτα! Και είθε πάντα να του φτάνει το φαγητό που κουβαλάει, είθε πάντα τα σκυλιά του να στέκονται στα πόδια τους, είθε πάντα τα σπίρτα του να ανάβουν με την πρώτη! Ο Θεός να τον έχει καλά, η ευνοϊκή τύχη πάντα να τον συνοδεύει…»


«Και ο διάολος να πάρει την καναδική αστυνομία!», συμπλήρωσε ένας από τους υπόλοιπους άντρες της παρέας, αποσπώντας τις επευφημίες της ομήγυρης.    

Εικόνα 1: Τζακ Λόντον
Εικόνα 2: Frank Frazetta, The Silver Warrior
Εικόνα 3:Χρυσοθήρες στην πορεία προς το Άρτικ Σέρκλ.
Εικόνα 4: Χρυσοθήρες στον Καναδά
Εικόνα 5: Κατάλυμα χρυσοθήρων όπως αυτό που περιγράφει ο Λόντον. 


Σχόλια:
Ανώνυμος Ο Φίλιππος Βαβουλάκης είπε...
Απαστράπτουσα η πέννα του Σταμάτη.
Η λευκή σελίδα είναι ένας καμβάς και η πένα σου ζωγραφίζει ανεξίτηλα χρώματα αλλοτινών καιρών.
Πέμπτη, 29 Δεκεμβρίου, 2016
 
Ανώνυμος Ο Σταμάτης Μαμούτος είπε...
Φίλιππε, ευχαριστώ. Μην ξεχνάμε όμως και τον δημιουργό του διηγήματος.

Καλή χρονιά να έχουμε!
Παρασκευή, 30 Δεκεμβρίου, 2016
 
Ανώνυμος Ο Δημήτρης Αργασταράς είπε...
Κλείνουμε την χρονιά με ένα πολύ καλό άρθρο !
Καλή νέα χρονιά !
Σάββατο, 31 Δεκεμβρίου, 2016
 
Ανώνυμος Ο  Ανώνυμος είπε...
Ο Λoντον ηταν πατριωτης σοσιαλιστης και ρομαντικος καταπληκτικο αρθρο το χα διαβασει πριν καιρο.

Epic
Κυριακή, 01 Ιανουαρίου, 2017