Κάποτε στην Αθήνα…

του Σταμάτη Μαμούτου

Στέκομαι στο μπαλκόνι του σπιτιού μου. Γέρνω ελαφρά, ακουμπώντας στα χοντρά κάγκελα, και αφήνω το καλοκαιρινό αεράκι να περικλείσει το κορμί μου στην γλυκιά του δίνη. Ο ανίκητος ελληνικός ήλιος απλώνει γύρω τα πεδία της χρυσής του επικράτειας. Είναι ο ίδιος ήλιος που χάριζε το φως του και στο καλοκαίρι του 1991. Ίσως ο μόνος που έχει μείνει ίδιος από εκείνη την εποχή, καθώς όλα τα υπόλοιπα δείχνουν να έχουν αλλάξει. Ή μήπως όχι;

Καλοκαίρι του 1991. Λίγο πριν η ανθρωπότητα εισέλθει στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Μόλις μερικούς μήνες προτού οι δυνάμεις της νεωτερικότητας ανανεώσουν την ιστορική τους ένταση μετασχηματιζόμενες στην μεταμοντέρνα τους εκδοχή. Στις συνοικίες των Αθηνών οι περισσότεροι νέοι δεν υποπτευόμαστε. Δεν φοβόμαστε. Δεν υποχωρούμε.

Ερχόμαστε στην καρδιά αυτού του καλοκαιριού με την ορμή, με την αισθητική και με την μουσική της δεκαετίας του ’80. Φοράμε στενά παντελόνια, ανεβαίνουμε σε μηχανές, περνάμε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας στον δρόμο. Οι δρόμοι είναι δικοί μας. Πλατείες, γήπεδα, καταστήματα ηλεκτρονικών παιχνιδιών, σκαλιά πολυκατοικιών, φθηνά εστιατόρια, μικρές γωνιές και παγκάκια. Η ζωή και τα όνειρά μας.


…Δυστυχώς, εκτεθειμένα στην θέα κάποιων που εποπτεύουν από σημεία ασφαλείας και αντιλαμβάνονται ότι η «αριστοκρατική μας αλητεία» αποτελεί εμπόδιο στα σχέδιά τους και βρίσκεται στον αντίποδα της κουλτούρας που θέλουν να επιβάλουν στις ερχόμενες γενιές. Η επίθεση εναντίον του τρόπου ζωής μας, την οποία έχουν ήδη εξαπολύσει εδώ και χρόνια, θα αρχίσει σε λίγους μήνες να λαμβάνει εκτεταμένες διαστάσεις προμηνύοντας αλλαγές τοπικής εμβέλειας και αποκαλύπτοντας στοχεύσεις παγκόσμιας κλίμακας. 

Ένα κίβδηλο «life style» θα επιβληθεί σταδιακά από τα ιδιωτικά Μ.Μ.Ε ως ενδεδειγμένη κανονικότητα. Οι μουσικοί θα αντικατασταθούν από showmen. Το εκπαιδευτικό σύστημα θα μετατραπεί, ιδίως στο επίπεδο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, σε μηχανισμό παραγωγής ανταγωνιστικής υστερίας και κοινωνικής απομόνωσης. Το οργανωμένο έγκλημα θα λάβει αφάνταστες διαστάσεις. Ο ηθικολογικός καθωσπρεπισμός των νέων αστέρων της δημοσιότητας, δηλαδή των ολιγαρχών της δημοσιογραφίας, θα αιχμαλωτίσει την ελληνική κοινωνία στις τηλεοπτικές διδαχές μιας υποτακτικής συμπεριφοράς ενώ οι δρόμοι μας θα πλημμυρίσουν με οικονομικούς πρόσφυγες, άσχετους στην συντριπτική τους πλειοψηφία με το ελληνικό γίγνεσθαι – και ιδίως με το ύφος των νεολαιίστικων πολιτιστικών ρευμάτων. Ο «Brave New World» της ύστερης μεταπολίτευσης θα αρπάξει την ιστορία της Ελλάδας απ’ τα μαλλιά.

Ωστόσο, για όσους γοητευόμαστε απ’ την άγρια ομορφιά της «κουλτούρας του δρόμου» τα πράγματα θα χειροτερεύσουν, συν τοις άλλοις, και λόγω ορισμένων διαφοροποιήσεων που έχουν αρχίσει να ανιχνεύονται εντός του πεδίου στο οποίο ξεδιπλώνεται ο κοινωνικός μας βίος. Μάλιστα, ορισμένες από αυτές τις διαφοροποιήσεις φαίνεται ότι σχεδιάζονται σε κέντρα των οποίων η εμβέλειά δεν περιορίζεται στην χώρα μας αλλά απλώνεται σε ολόκληρο το εύρος του δυτικού κόσμου.

Οι αφανείς στα ανυποψίαστα μάτια μας επόπτες των κοινωνικών δρώμενων ενώ διαπιστώνουν με ανησυχία ότι τα αντισυμβατικά πολιτιστικά ρεύματα, και οι συνακόλουθες συμπεριφορές όσων τα εκφράζουμε στους δρόμους, όχι μόνο δεν χλομιάζουν μα αντιθέτως ανθίζουν πανευρωπαϊκά στην αυγή της δεκαετίας του ’90, είναι σε θέση να γνωρίζουν ότι στον πυρήνα της συνολικής αισθητικής αυτών των ρευμάτων κυριαρχούν οι διάφορες μουσικές τάσεις. Φροντίζουν λοιπόν σε μια πρώτη φάση, μέσω της ελεγχόμενης μουσικής βιομηχανίας, να αλλάξουν άρδην το παγκόσμιο μουσικό ύφος και να αναδείξουν νέα ρεύματα με μεταμοντέρνα χαρακτηριστικά. Η ρήση του Πλάτωνα, η οποία πριν χιλιάδες χρόνια εξέφραζε την πίστη ότι η αλλαγή ενός μουσικού ρυθμού που επικρατεί σε μια εποχή σηματοδοτεί και την συνολική αλλαγή της πολιτικής συνθήκης, θα αποδειχθεί διαχρονικά ισχύουσα και όντως αληθινή!

Παράλληλα, στην Ελλάδα, η εγχώρια πτυχή της δυτικής νεωτερικής ελίτ, αντιλαμβανόμενη ότι ο τρόπος ζωής του «ρομαντικού δρόμου» προϋποθέτει για όσους τον εκφράζουμε μια ισχυρή ροπή προς την περιπέτεια και την αντισυμβατικότητα, χαμογελά με ικανοποίηση βλέποντας το δηλητήριο των ναρκωτικών να διαχέεται στο περιβάλλον μας κι ανθρώπους που επιχειρούν να καθιερώσουν συμπεριφορές του οργανωμένου εγκλήματος να αλωνίζουν ανάμεσά μας. Η διάθεση για περιπέτεια εκτονωμένη στις συμπεριφορές του οργανωμένου εγκλήματος και η αντισυμβατικότητα συνυφασμένη με τα ναρκωτικά. Δυο πολύ βολικά μαξιλάρια για όσους σχεδιάζουν το μεταμοντέρνο μας μέλλον!

Είναι σαφές πως οι στόχοι έχουν τεθεί. Ακόμη, όμως, οι εμπνευστές τους δεν έχουν καταφέρει να τους πραγματοποιήσουν…Το καλοκαίρι του 1991 οι νέοι παραμένουμε αδάμαστα ρομαντικοί απολαμβάνοντας τις τελευταίες στιγμές της κουλτούρας των ’80’s. 

Στην συνοικία της Καλλιθέας υπάρχουν τρία σημεία που φιλοξενούν όσους υποστηρίζουμε τα διάφορα ρεύματα της σκληρής μουσικής. Το εστιατόριο «Hambo» στην κεντρική λεωφόρο Θησέως, το μνημείο για τους πεσόντες του Πόντου στην πάνω πλευρά της πλατείας Δαβάκη και το κατάστημα ηλεκτρονικών παιχνιδιών «San Francisco», που είναι ευρύτερα γνωστό ως «Βιβή» λόγω του ονόματος της ιδιοκτήτριας του, απέναντι από τον ηλεκτρικό σταθμό. Τα «Hambo» και η πλατεία Δαβάκη είναι στέκια στα οποία συναντά κανείς ως επί το πλείστον ακροατές της heavy metal. Ενώ στην «Βιβή» συγκεντρώνεται η «ελίτ» απ' όλα τα μουσικά ρεύματα του σκληρού ήχου: skinheads, ροκάδες, punks, ροκαμπιλάδες, dark wavers και πάσης τάσεως χεβυμεταλλάδες.


Στα «Hambo» περνώ τα περισσότερα καλοκαιρινά μου απογεύματα. Ένας από τους μόνιμους θαμώνες είναι ο Χρήστος ο «Bello», τον οποίο φωνάζουμε και «Κούτρουμπα» παραφράζοντας το επώνυμο του. Φορά εφαρμοστά jeans, που έχει βουτήξει σε λεκάνες με χλωρίνη για να αποχρωματίζονται και να μοιάζουν με παντελόνια παραλλαγής, ενώ η καστανόξανθη χαίτη του φουντώνει περήφανα καλύπτοντας τους ώμους και την πλάτη. Δίπλα του ο Πέτρος ο «Kisk». Σε λίγο καιρό θα γίνει πορτιέρης στο rock club «Χωρίς Ανάσα» και προς το παρόν, έχοντας απλωμένο συνεχώς στο πρόσωπο ένα χαμόγελο προκαταβολικής συνενοχής, μαρτυρά ότι είναι έτοιμος να λάβει μέρος σε οποιαδήποτε εφηβική διαβολιά σκαρφιστούμε. Τρίτος της παρέας ο Θωμάς ο «μπέμπης». Η αλήθεια είναι πως δυσφορεί με την μουσική αισθητική των υπολοίπων, όμως δεν αντέχει να μας αποχωριστεί ούτε για λίγα λεπτά. 



Ωστόσο, το επίκεντρο της παρέας αποτελούν ο Άρης ο «Έλβις», ένας white power ροκαμπιλάς με «κοκόρι» δέκα πόντους κι αρβύλες με άσπρα κορδόνια, ο Κυριάκος και ο Πανάγος, οι λεγόμενοι τρίδυμοι. Όντας τρίδυμα αδέρφια είναι αναγνωρίσιμες παρουσίες σε όλους σχεδόν τους δρόμους της πόλης και σε κάθε νεολαιίστικο στέκι.


Οι τρίδυμοι έχουν έναν μεγαλύτερο αδερφό, τον Κωνσταντίνο, που ακούει Robert Tepper, INXS και σχήματα του ευρύτερου glam rock. Είναι πανύψηλος, παίζει μπάσκετ στην τοπική ομάδα του Παντζιτζιφιακού, αποτελεί έναν από τους λίγους οργανωμένους παναθηναϊκούς της Καλλιθέας και αντιμετωπίζει με επιφύλαξη την παρέα των «Hambo» από την οποία δέχεται πειράγματα για το «αστικό» του ύφος και για το γεγονός ότι συζητά σοβαρά πρόταση που του έχει γίνει προκειμένου να ασχοληθεί επαγγελματικά με το μόντελινγκ.

Ανάμεσα σε όλους αυτούς κι εγώ. Οι τρίδυμοι έχουν φροντίσει να με μυήσουν εδώ κι ενάμιση περίπου χρόνο στον μαγικό κόσμο της «κουλτούρας του δρόμου». Η περιπέτεια που προϋποθέτει ο πεζοδρομιακός βίος, η ρομαντική ατμόσφαιρα του αυθεντικού heavy metal με τις επικά επιθετικές μελωδίες και τους στίχους των τραγουδιών που ζωντανεύουν τους μυθικούς κόσμους των έργων της φανταστικής λογοτεχνίας τα οποία αρέσκομαι να διαβάζω, το πάθος για το γήπεδο και ο αντισυμβατικός κοινοτισμός του τρόπου ζωής της, έχουν κάνει την «κουλτούρα του δρόμου» να αποτελεί το πεδίο μέσω του οποίου καταφέρνω να μετατρέπω την εφηβική ενηλικίωση σε μια ιδεατή επιμήκυνση της παιδικότητάς μου.


Γύρω από την παρέα μας μαζεύονται ορισμένες φορές δεκάδες παιδιά, αγόρια και κορίτσια, καταλαμβάνοντας μια σειρά από τραπέζια στο πεζοδρόμιο της λεωφόρου Θησέως, δίπλα στην στάση του τρόλεϋ. Όμως το όλο κλίμα των «Hambo» φαντάζει αρκετά κοσμικό για όσους συχνάζουν στην πλατεία Δαβάκη. Περπατώντας γοργά την μικρή απόσταση αφήνω τα «Hambo» και φτάνω στο στέκι της πλατείας. Καθώς πλησιάζω έχω την αίσθηση ότι βρίσκομαι σε αρένα συναυλίας, βλέποντας είκοσι μαυροντυμένους μεταλλικούς ιππότες να κάνουν «stage diving» υπό τους ήχους κασετοφώνου. Φωνές, περιβραχιόνια με καρφιά, τρανταχτά γέλια και αρβύλες. Συμβολικά σημεία μιας ενότητας που υπερβαίνει τα κοινά μέτρα.

Πρωταγωνιστές στα δρώμενα της πλατείας είναι ο Στέλιος ο «Shadow», ο Γιάννης ο «Kermit», ο Σπύρος ο «Λεπρός», ο Σάκης ο «Stein», ο Κώστας το «Φάντασμα» και ο Νίκος ο «Scot». Θα τους βρει κανείς να συγκεντρώνουν γύρω τους ολόκληρη την «μεταλλική» κοινότητα της πόλης, να συζητούν για τα αγαπημένα μας συγκροτήματα, να ονειρεύονται ότι κάποτε θα καταφέρουν να βρεθούν σε ένα «Rock in Rio», να αναπολούν τις οπαδικές στιγμές του τελευταίου ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος, να οργανώνουν τουρνουά Subbuteo στα πεζούλια των πεζοδρομίων και, πότε-πότε, να χωρίζονται στους «πάνω» και τους «κάτω» προκειμένου να «κάνουν εξέδρα» και να κλείσουν την βραδιά με ένα εικονικό «ντου» και πολλά γέλια.


Τελευταίος σταθμός η «Βιβή». Διαβαίνοντας την είσοδο, που σχεδόν φράζει το ηλεκτρονικό παιχνίδι «Outrun», αποδίδω ενδόμυχα τα δέοντα στον ιερό χώρο της σκληρής μουσικής. Το στέκι της «Βιβής» φιλοξενεί όχι μόνο την ελίτ των ακροατών του σκληρού ήχου στα νότια προάστια αλλά και τα δυνατότερα «άτομα» της πόλης. Ανάμεσα στους θαμώνες συγκαταλέγονται ο Γρηγόρης, ο Γιώργος ο «Eddie», ο Στέλιος ο «Μάσκας» και ο Σπύρος ο «Paranoid» από τους πολύ γνωστούς της Θύρας 7. Ο «Κούλης», που αρκετοί υποστηρίζουν βάσιμα ότι αποτελεί έναν από τους πρώτους Έλληνες skinheads, ο Στέλιος ο «σκινάς», ο «Ταγματάρχης», ο Νικολάκης ο «Φουσκωτός» και αρκετοί ακόμη από το ρεύμα του «Oi!», τόσο της white power όσο και της απολιτικής traditional εκδοχής του, κάθονται στο μπαρ ή βυθίζονται κρατώντας μπουκάλια μπύρας στους καναπέδες του παταριού. Οι πάνκηδες, αν και αυτή την εποχή έχουν μειωθεί αισθητά, εκπροσωπούνται από έναν ψηλό γραμμωμένο τύπο που φοράει αρβύλες και εφαρμοστό παντελόνι γυρισμένο «ψαράδικο». Έχει μαλλιά με πράσινες και πορτοκαλί τούφες κουρεμένα σε στυλ μοϊκανού, πρόσωπο γεμάτο γωνίες και βλέμμα ήρεμο αλλά ικανό να αποτυπώσει με αδήριτη σαφήνεια πως αυτός που στο «ρίχνει» δεν σηκώνει πολλά-πολλά. Ακούει στο παρατσούκλι Χρήστος ο «Τσοπεράς» και αποτελεί έναν ιστορικό μηχανόβιο της Αθήνας.


Ωστόσο, ένας από τους παλαιότερους ακροατές της σκληρής μουσικής σε αυτό το στέκι είναι αναμφίβολα ο Μπάμπης ο «Πανιώνιος». Πρόκειται για το πιο ευγενικό παιδί, έχει καστανόξανθα μαλλιά με μάκρος ως την μέση κι ένα μικρό μούσι καλύπτει το πηγούνι του. Ο Μπάμπης και κάποιοι ακόμη φίλοι έχουν οργανώσει έναν αυτόνομο σύνδεσμο οπαδών του πιο ακραίου ηχητικά μουσικού ρεύματος, τον οποίο και ονομάζουν TK-Hardcore. Μουσικές αναφορές του TK-Hardcore αποτελούν σχήματα όπως οι Agnostic Front, οι Misfits, οι Warzone, οι D.R.I, οι Black Flag, οι Suicidal Tendencies και οι Slayer. Με τον εν λόγω σύνδεσμο θα συνδεθούν τα ελληνικά συγκροτήματα Πορφύρια, New Jack και Αρνητική Στάση. Τα μέλη του TK-Hardcore προέρχονται από τις περιοχές της Καλλιθέας, του Ταύρου και της Νέας Σμύρνης. Με μια πρώτη ματιά τα υπολογίζω να είναι γύρω στα πενήντα. Εντούτοις, σε συναυλίες και εκδηλώσεις είναι γεγονός ότι η παρουσία τους γίνεται επιβλητικότερη γιατί ανάμεσά τους βρισκόμαστε προς ενίσχυση και κάποιοι από τους υπόλοιπους θαμώνες της «Βιβής», χωρίς να ακούμε απαραίτητα αυτή την μουσική. Κατά την διάρκεια των συναυλιών οι συντελεστές του TK-Hardcore είναι ακροατές και ταυτόχρονα ομάδα περιφρούρησης των συγκροτημάτων τους.


Στην αυλή της «Βιβής», εκτός από τον μεγάλο αριθμό των απολιτικών και των χαλαρά πολιτικοποιημένων νεαρών, πίνουν τον καφέ τους ορισμένοι «κομισάριοι» του αντιεξουσιαστικού χώρου και της Αριστεράς. Αντίπαλο δέος αποτελούμε λίγοι ακηδεμόνευτοι κομματικά εθνικιστές, οι οποίοι προερχόμαστε συνήθως από δυο ρεύματα: τους skinheads και τους νεορομαντικούς epic metalheads. Οι δεύτεροι διαβάζουμε κάθε μήνα με ευλάβεια την στήλη που υπογράφει ο αρθρογράφος με το ψευδώνυμο Sun Knight στο ελληνικό Metal Hammer. Οι ιδεολογικοί αντίπαλοι καθόμαστε συνήθως σε διαφορετικά τραπέζια αλλά δεν αποκλείεται να βρεθούμε σε κοινές συζητήσεις για να διασταυρώσουμε τα ξίφη μας. Στην «Βιβή» οι παρέες ανθρώπων με διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες δεν είναι κάτι απίθανο.

Απ’ την πλευρά των ομοϊδεατών μου ξεχωριστής αναφοράς χρίζει η περίπτωση του Μάνου του «Gordon». Δεν είμαι σίγουρος αν ο «Gordon» είναι ακροατής κάποιου ρεύματος της σκληρής μουσικής. Ωστόσο, με κάποιον τρόπο, έχει καταφέρει να τρυπώσει στο στέκι της «Βιβής». Τον φωνάζουμε και «Πρεσβύτερο» ενώ στην Καλλιθέα είναι γνωστός ως ο «κόουτς της πόλης», λόγω του πάθους του με την προπονητική ποδοσφαίρου. Είναι μεσήλικας, χτενίζει την χαίτη του προς τα πίσω, φορά μεγάλα τετράγωνα γυαλιά, πάνινα παπούτσια και στενό παντελόνι, το οποίο με δυσκολία συγκρατεί την κοιλιά που ξεχειλίζει από το ριγέ μπλουζάκι και κάνει το jean γιλέκο της εποχής του N.W.O.B.H.M να ασφυκτιά. Μια βόλτα στους δρόμους της πόλης αρκεί για να τον συναντήσει κανείς σε κάποια γειτονιά να οργανώνει ομάδες διδάσκοντας στους πιτσιρικάδες τα συστήματα και τις τεχνικές προπονητικής του!

Το να συχνάζει κανείς στην «Βιβή» δεν είναι απλή υπόθεση. Όταν περνά την πόρτα γνωρίζει πως εισέρχεται σε μια επικράτεια όπου βασιλεύει ο άγραφος νόμος του σεβασμού. Εδώ είμαστε όλοι οργανικά μέλη μιας άτυπης ομάδας. Κανείς δεν θα λερώσει τον χώρο. Κανείς δεν θα πράξει κάτι κακό για τον διπλανό του. Ψευτοπαλικαράδες που στραβοκοιτούν με θολές ματιές και περπατούν προκλητικά δεν τολμούν να πλησιάσουν σε ακτίνα πολλών μέτρων. Ακόμη και οι άνθρωποι της νύχτας, μολονότι βλέπουν τις παραβατικές τους ομάδες να ενδυναμώνεται συνεχώς, δεν διανοούνται να πλησιάσουν το απόρθητο κάστρο μας με επιθετικές διαθέσεις. Στην «Βιβή» δεν νιώθεις ποτέ απροστάτευτος. Κι αν κάποιες παρέες από άλλα μέρη βρουν κάποτε το θάρρος να πειράξουν εμένα –ή κάποιον από τους άλλους μικρούς σε ηλικία που αράζουμε σε τούτο το στέκι– η ανακοίνωση του γεγονότος θα ξεσηκώσει σχεδόν όλους τους θαμώνες κι αυτοί που μας πείραξαν θα αποκτήσουν σοβαρά προβλήματα...Στην πραγματικότητα και μόνο η φήμη ότι συχνάζεις στην «Βιβή» κάνει τους όποιους επίδοξους αντιπάλους σου να αλλάζουν πεζοδρόμιο διακριτικά.


Η μόνη παρέα που μπορεί να προβάλει υπολογίσιμη αντίσταση είναι αυτή της Original 21. Θα την βρει κανείς στα «Label», ένα εστιατόρια το οποίο βρίσκεται λίγα μέτρα πιο κάτω από τα «Hambo», κοντά στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Επικεφαλής της, ο Άγγελος. Πρέπει να είναι γύρω στα πέντε χρόνια μεγαλύτερός μου. Εκ πρώτης όψεως δεν δείχνει ιδιαίτερα απειλητικός, όταν αρχίζει όμως ο καβγάς έχει την ικανότητα να κάνει «θαύματα». Η παρέα της Original ακούει pop μουσική και ντύνεται με συμβατικό τρόπο. Κρατάει τα «Label» σαν φρούριο μέσα στην επικράτειά μας, αλλά ο δικός της χώρος απλώνεται στην βόρεια πλευρά της Καλλιθέας. Παρακλάδια της συχνάζουν στο κατάστημα ηλεκτρονικών παιχνιδιών που βρίσκεται απέναντι από το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο και στο πάρκο των παλιών σφαγείων.

Η καρδιά, πάντως, της πόλης ανήκει σε μας και είναι «μεταλλική»! «Hambo-πλατεία Δαβάκη-Βιβή» και ενδιάμεσοι σταθμοί οι καφετέριες «Κέντια» και «Αριάννα»[1] στην πλατεία Κύπρου, αποτελούν τα δάκτυλα που κλείνουν το κέντρο της Καλλιθέας στο εσωτερικό της σιδηράς γροθιάς των οπαδών του σκληρού ήχου. Το «μεταλλικό μας βασίλειο» απαρτίζεται κατά κύριο λόγο από παιδιά της Θύρας 7. Ορισμένοι ακόμη ολυμπιακοί, οι οποίοι όμως δεν υποστηρίζουν κάποιο από τα ρεύματα του σκληρού ήχου, συχνάζουν στο πάρκο του Ιλισού, του ποταμού που διασχίζει την συνοικία μας και εκβάλει στην ακτή του Νέου Φαλήρου. Μιλώντας για τους θαμώνες της Θύρας 7 που μπορεί να συναντήσει κανείς στο ποτάμι ο νους πηγαίνει αμέσως στον Τάσο και τον Παναγιώτη τον «Joker». Οι δυο τους φτιάχνουν ένα πανό το οποίο αναγράφει «Red Force» και μετά από μερικά χρόνια θα έχει αφήσει εποχή στα κιγκλιδώματα του σταδίου Καραϊσκάκη. Οι παναθηναϊκοί μαζεύονται στα νότια της πόλης, στην περιοχή της Αγίας Ελεούσας. Επικεφαλής τους είναι ένας τύπος που ακούει στο παρατσούκλι «Χουάν». Κατά καιρούς τσακώνονται μαζί μας. Όχι, όμως, για πολύ. Πρώτον γιατί είναι ακόμη λίγοι και δεύτερον γιατί αποτελούν κι αυτοί οπαδούς του σκληρού ήχου.


Ο δρόμοι που φιλοξενούν τις δραστηριότητες αυτού του παράλληλου κόσμου οδηγούν σε έναν προορισμό ο οποίος βρίσκεται έξω από τα όρια της πεπερασμένης καθημερινότητας. Είναι δρόμοι πύρινοι. Δρόμοι ζωντανοί. Νιώθω τις φλόγινες ανάσες τους στα πόδια μου. Αισθάνομαι την μαγική τους αύρα να πλημμυρίζει το κορμί μου. Βαδίζω περήφανα βιώνοντας μια εμπειρία αποκαλυπτική. Το μαύρο μπλουζάκι με την εικόνα της μάγισσας –την οποία ζωγράφισε ο Boris Vallejo για το εξώφυλλο του Ultimate Sin να ξορκίζει τον Ozzy, το στενό jean παντελόνι, το περικάρπιο με τα καρφιά, οι αρβύλες και το μπρελόκ της Θύρας 7 κρεμασμένο στην θηλιά για την ζώνη διαθέτουν την συμβολική αξία μιας στολής με διακριτικά. Η μελαχρινή χαίτη που καλύπτει τους ώμους φαντάζει ως απομεινάρι κάποιας αρχετυπικής εξωτερικής εμφάνισης, την οποία μια ανεξήγητη προεμπειρική ανάμνηση με πείθει ότι διέθετα σε κάποιον απροσδιόριστο χρόνο και σε έναν επικό κόσμο σαν κι εκείνους της φανταστικής λογοτεχνίας. Η ηδονή μιας αρχέγονης αγριάδας διαπερνά την ψυχή, σμαλτώνει το βλέμμα και σχηματίζεται στο χαμόγελό μου.

Το ότι ζει κανείς εκφράζοντας την «κουλτούρα του δρόμου» είναι αρκετό για να του προσδώσει μια ισχυρή κοινωνική ταυτότητα. Υπάρχουν βέβαια παρέες που απολαμβάνουν τον πεζοδρομιακό βίο δίχως να εντάσσονται σε κάποιο πολιτιστικό ρεύμα. Αυτές είναι και οι πιο ευάλωτες στις παγίδες του συστήματος. Ωστόσο όσοι ανήκουμε σε κάποια «πολιτιστική φυλή» δεν διαθέτουμε απλά μια κοινωνική ταυτότητα με ανησυχητικά γνωρίσματα για τον αστικό κόσμο του καθωσπρεπισμού. Διαθέτουμε ταυτόχρονα και την δυνατότητα να γνωρίσουμε μορφωτικές καλλιτεχνικές προτάσεις με εσωτερικές διαστάσεις που, αν εξερευνηθούν ενδελεχώς, οδηγούν σε απρόσιτα για τους αστούς επίπεδα πνευματικής αφύπνισης. Οφείλω πάντως να παραδεχτώ πως οι περισσότεροι δικοί μας δεν προβαίνουν σε αυτή την ενδελεχή εξερεύνηση. Όπως επίσης και το ότι προκειμένου να διατηρηθεί η ισχυρή κοινωνική μας ταυτότητα προκρίνονται τακτικά επικίνδυνες πρακτικές και αμφιλεγόμενες συμπεριφορές[2]. Πάντως, σε όσους έχουμε κερδίσει την αναγνώριση από την «πολιτιστική μας φυλή» και μπορούμε να φέρουμε με υπερηφάνεια τα διακριτικά της, ο πεζοδρομιακός βίος αφήνει δυο υποσχέσεις. Την περιπέτεια και την διασκέδαση.



Καθένας από εμάς γνωρίζει πως το πέρασμα από σημεία των Αθηνών στα οποία μπορεί να συναντήσει παρέες με όχι καλές προθέσεις είναι κάτι το οποίο πρέπει να λαμβάνει υπόψη. Όπως επίσης και ότι σε έναν ενδεχόμενο τσακωμό οφείλει όχι μόνο να προστατεύσει αποτελεσματικά τον εαυτό του μα και να μην επιτρέψει στους αντιπάλους να αποσπάσουν κάποιο από τα διακριτικά που μπορεί να φέρει. Σήματα ομάδων, μπλούζες με λογότυπα συγκροτημάτων, ραφτά που υποδηλώνουν ιδεολογικές καταβολές, fly jackets, αρβύλες, ακόμη και τούφες από μαλλιά, αποτελούν δυνητικά λάφυρα τα οποία κάποιος νταής από άλλη περιοχή ίσως επιβουλευτεί προκειμένου να επιδείξει στην παρέα την δύναμή του. Προσωπικά παραμένω πιστός σε αξίες ρομαντικές έμφυτες ή κληροδοτημένες από την οικογένειά μου, καθώς επίσης και στις αρχές του νεορομαντικού κινήματος όπως αποτυπώνονται κάθε μήνα στην «Πολεμική Σημαία» του Sun Knight κι όπως τις αντιλαμβάνομαι να αναδύονται από τα κείμενα της ηρωικής λογοτεχνίας. Όταν καταφέρνω να συμπεριφέρομαι δίκαια, να μιλώ ευθαρσώς, να μην προσβάλλω κανέναν, να απορρίπτω τους αντιαισθητικούς τύπους και να σπάω τα μούτρα όσων μου επιτίθενται,  νιώθω καλά. Όταν χάνω μια μάχη, μελαγχολώ.


Υπέροχα, πάντως, αισθάνομαι όταν διασκεδάζω. Οι «ιππότες των δρόμων» διασκεδάζουμε με διονυσιακή ορμή. Το πρωί η παρέα των «Hambo» στοιβάζεται στο Volkswagen Jetta του πατέρα μου και πραγματοποιεί θαλασσινές αποβάσεις στο Καβούρι και τον Λαιμό Βουλιαγμένης. Αντίθετα, εκείνη της πλατείας Δαβάκη προτιμά την δημόσια συγκοινωνία και την παραλία στα λιμανάκια. Το απόγευμα, το πεζοδρόμιο που χρησιμοποιούν τα «Hambo» για να σερβίρουν αρχίζει να καταλαμβάνεται και το βράδυ οι ροές μεταξύ «Hambo», πλατείας Δαβάκη, πλατείας Κύπρου και «Βιβής» είναι συνεχείς. Αν δεν προκύψει κάποιο πάρτυ για να εισβάλουμε (ακόμη και ακάλεστοι), αν το cine «Maxim», το «Αν» ή το «Ρόδον» δεν φιλοξενήσουν συναυλίες ελληνικών heavy metal συγκροτημάτων[3], αν δεν προγραμματιστεί μια νυχτερινή έξοδος στο «Χωρίς Ανάσα» ή στο «Spider», αν δεν καταλήξουμε σε ένα από τα τοπικά cinema για να παρακολουθήσουμε το τελευταίο έργο φαντασίας, θα μείνουμε μέχρι αργά στην αυτόνομη ζώνη μας. Τι άλλο θέλουμε όταν έχουμε τέτοια παρέα, όταν συζητάμε για την μουσική, όταν «πιάνουμε σχιζοφρένειες» υπό τους ήχους κασετοφώνων, όταν παίζουμε μεταμεσονύκτιους ποδοσφαιρικούς τελικούς χρησιμοποιώντας για γήπεδο την μαρμάρινη αλέα της πλατείας Κύπρου… όταν ακούμε τους απαλούς ψιθύρους του δρόμου; Το καλοκαίρι του ’91 οι έφηβοι εκφραστές αυτού του τρόπου ζωής βλέπουμε τους συμμαθητές να μας κοιτούν με δέος, τους καθηγητές να μας φωνάζουν με οργή, τους αστυνομικούς να μας παρακολουθούν με απόγνωση, τους ανθρώπους της γειτονιάς να μας χαιρετούν εγκάρδια και την ζωή να μας καλεί σε ένα ξέφρενο παιχνίδι.  


Σε αντίθεση με τους skinheads και τους punks, τα «μέταλλα» έχουμε ένα ακόμη πλεονέκτημα, το οποίο οφείλουμε σε μεγάλο βαθμό στους κυρίους Jon Bon Jovi, Axl Rose και Sebastian Bach. Το στυλ μας έχει γίνει πάθος για πολλά κορίτσια και οι προαναφερθέντες τραγουδιστές είναι σαφές πως αποτελούν τους βασικούς λόγους γι’ αυτό. Ωστόσο, το βασίλειό μας παραμένει ρομαντικά ανδροπρεπές. Ένας δικός μας που ερωτεύεται μια κοπέλα γίνεται πάντοτε σεβαστός. Αν, όμως, αρχίσει να ενδιαφέρεται για συνεχείς νέες σχέσεις και γίνει αντιληπτό ότι τρέχει πίσω από γυναίκες στιγματίζεται ως «αστός», «λιγούρης» και «φλώρος». Για τους δούλους της γυναικείας θέλξης έχουμε πάντα φυλαγμένες μερικές δυνατές καρπαζιές και μια αυστηρή απόρριψη. Μπορεί τον μουσικό μας χαρακτήρα να έχουν διαμορφώσει τα συγκροτήματα του σκληρού ήχου, φαίνεται όμως πως εκείνος που καθ’ όλη την δεκαετία του ’80 έχει συμβάλει τα μέγιστα στην διαμόρφωση της συμπεριφοράς μας είναι ο Μπλεκ!

Η ζωή στους δρόμους αποτυπώνει αναμφίβολα ένα ίχνος βιο-χωρικού ολοκληρωτισμού και αποπνέει μια αίσθηση θετικής ελευθερίας προνεωτερικού τύπου. Οι αδαείς που συγχέουν τον ολοκληρωτισμό με τον αυταρχισμό ας μην βιαστούν να παρεξηγήσουν αυτό που γράφω. Ολοκληρωτισμός υπάρχει σε κάθε κοινωνικό πλαίσιο εντός του οποίου η αρχή μπορεί να διεισδύει ως τα έγκατα της κοινότητας εντός του βίου των προσώπων και που ταυτόχρονα τα πρόσωπα δύνανται να έχουν άμεση επαφή με την αρχή ταυτίζοντάς την με τις βουλές τους. Το παραπάνω συμπέρασμα, μεταφρασμένο σε κοινωνικοπολιτικούς όρους, υποδηλώνει ότι η αλληλόδραση αρχής-προσώπων κάνει την απόσταση ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό στοιχείο να εκμηδενίζεται. Σαφώς και υπάρχουν ιστορικές περιπτώσεις κατά τις οποίες η ταύτιση του δημοσίου με το ιδιωτικό κατέληξε σε αυταρχικές επιβολές. Ωστόσο συμβαίνει το αντίθετο στην περίπτωσή μας. Ενώ οι αστοί ζουν αποσπασματικά σύμφωνα με τις νόρμες της ατομικιστικής μοντέρνας τους ελευθερίας –αποκλεισμένοι στα ιδιωτικά τους κουτιά, απευθυνόμενοι στην μεταπολιτευτική τους γραφειοκρατία, βουλιάζοντας σε γραφεία, διασκεδάζοντας σε κλειστούς χώρους με πορτιέρηδες που δεν επιτρέπουν την ευρεία πρόσβαση στα ενδότερα και αντιμετωπίζοντας τους δρόμους ως κάτι μη δικό τους, ως κάτι δημόσιο!–, εμείς απλώνουμε τα όρια του βίου μας σε μια ενότητα με μεγάλο εύρος. Ο δρόμος μετατρέπεται σε προέκταση των σπιτιών μας και αποτελεί την αγνή έκφραση του πραγματικού δημοσίου στοιχείου. Του δημοσίου που δεν έχει μολυνθεί από τις δομές της θλιβερής ελλαδικής εξουσίας και επιτρέπει την ανάδειξη μιας νέας ιεράρχησης. Καθώς οι δαιδαλώδεις φλέβες των δρόμων μεταγγίζουν ζωή στην κουλτούρα μας, ο χώρος της κοινωνικής μας ζωής μεγαλώνει. Δημόσιο και ιδιωτικό γίνονται ένα. Κι εντός της ενότητας αυτής τα άτομα μετατρέπονται σε αναγνωρίσιμα πρόσωπα. Η παραδοσιακή ελευθερία της κοινότητας, την οποία είτε εξέφραζαν είτε αναζητούσαν οι αρχαίοι και οι μεσαιωνικοί Ευρωπαίοι, επιτυγχάνεται μέσω ετούτου του ιδιότυπου ολοκληρωτισμού. Αυτή την φορά σε ένα πλαίσιο αρθρωμένο όχι στην ανάγκη αλλά στην αισθητική. Σε έναν κόσμο παράλληλο, καινούργιο και παλιό. Σε ένα βασίλειο που βρίσκεται κάτω απ’ την κρούστα της τυποποιημένης καθημερινότητας. 


Κάποιες στιγμές βρίσκω την ευκαιρία και κάθομαι μόνος οκλαδόν στις μαρμάρινες πλάκες της πλατείας Δαβάκη. Κοιτάζω τις αρβύλες μου, αφήνω τους ήχους του δρόμου να ταξιδέψουν την φαντασία και χαμογελώντας εκστασιασμένος αναρωτιέμαι αν θα είναι για πάντα η ζωή έτσι όμορφη; Δυστυχώς ακόμη δεν έχω αντιληφθεί πως η στρατιωτική μηχανή της νέας Βαβυλώνας που εδρεύει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, επιλέγοντας ως αφετηρία τις ερήμους της Ανατολής, αρχίζει να επιβάλει την δική της Pax Romana λοξοκοιτάζοντας παράλληλα και προς την δική μας γειτονιά. Ούτε υποπτεύομαι ότι σε λίγους μήνες, κάπου στην Δύση, πολιτικές χύτρες θα ξεβράσουν ένα μόρφωμα με το όνομα «Ευρωπαϊκή Ένωση» το οποίο θα υποτάξει τα ευρωπαϊκά έθνη στο διεθνές κεφάλαιο και θα μετατρέψει τους δρόμους που αγαπάμε σε παρδαλά πολυεθνικά μωσαϊκά. Αντιλαμβάνομαι, πάντως, πως εδώ και λίγο καιρό η μουσική βιομηχανία, σε αγαστή σύμπνοια με τις περσόνες των media, επιδιώκει τον πνιγμό της μουσικής σε βάλτους μεταμοντέρνας ηχορύπανσης. Βλέπω ξεκάθαρα τις οικονομικές συνθήκες να δυσκολεύουν. Αισθάνομαι ότι οι καιροί που έρχονται είναι δύσκολοι, ασχέτως αν τηλεοπτικοί μαϊντανοί προσπαθούν να με πείσουν περί του αντιθέτου. Ο κόσμος αλλάζει…Το ύφος και οι τρόποι της αγαπημένης δεκαετίας του ’80 αρχίζουν ανεπαίσθητα να αποδυναμώνονται. Η ίδια η πόλη δείχνει με κάποιον τρόπο να χλομιάζει. Οι δρόμοι απονευρώνονται. Αδυνατώ να νιώσω την πνοή τους.

Ο χειμώνας ευτυχώς θα κυλήσει στους παλιούς ρυθμούς. Στιγμές οπαδικής μέθης στα γήπεδα, αξέχαστα πάρτυ, βραδιές σε cinema και rock clubs, συναυλίες σε καταλήψεις σχολείων, βόλτες σε δισκοπωλεία και στο Μοναστηράκι. Αυτές και πολλές ακόμη εμπειρίες αντισταθμίζουν την αντιπαιδαγωγική αυταρχική μικροπρέπεια με την οποία συμπεριφέρονται, τόσο σε εμένα όσο και στους υπόλοιπους «ιππότες των δρόμων», οι αρτηριοσκληρωτικοί τενεκέδες που δυστυχώς για την κοινωνία εργάζονται ως εκπαιδευτικοί.


Από το καλοκαίρι, όμως, η επίθεση του κατεστημένου θα αρχίσει να φέρνει αποτελέσματα. Τον Ιούνιο του 1992 οι οπαδοί του σκληρού ήχου στην Καλλιθέα έχουμε μειωθεί αρκετά ώστε να μην μπορούμε να διατηρήσουμε δικές μας παρέες στα «Hambo» και στην πλατεία Δαβάκη. Πλέον, περιοριζόμαστε στην «Βιβή». Η «Βιβή» θα παραμείνει για μερικά ακόμη χρόνια το δυναμικότερο στέκι της πόλης. Ωστόσο, ακόμη κι εκεί η παλιά ατμόσφαιρα αρχίζει να ξεθωριάζει. Οι παραδοσιακοί metalheads βλέπουμε δυσφορώντας τύπους με καρέ μαλλιά και μπλούζες των Nirvana, των Faith No More και των Living Color να ξεφυτρώνουν και προβληματιζόμαστε με την τάση της «μεταλλικής σκηνής» να επικεντρώνεται σε όλο και πιο άμουσα ρεύματα που απευθύνονται σε μικρά κοινά. Επιπλέον κάποιοι κύκλοι με ύποπτη προέλευση, οι οποίοι δυστυχώς ασκούν επιρροή στα νεολαιίστικά δρώμενα, επιδιώκουν συστηματικά να οξύνουν τα πολιτικά πάθη. «Φυλές της κουλτούρας του δρόμου» με διαφορετικές ιδεολογικές αρχές αρχίζουν πια να μην χωράνε στα ίδια στέκια. Οι δρόμοι μας φιλοξενούν ολοένα και λιγότερους «ιππότες της αριστοκρατικής αλητείας» και αλώνονται σταδιακά από αντιαισθητικές τάσεις. Δυστυχώς, πολλοί δικοί μας θα απορροφηθούν από δαύτες. Η δεκαετία του ’80 τελειώνει πραγματικά την άνοιξη του 1992. 




Το άρθρο αποτελεί μέρος του  βιβλίου που έχει γράψει ο  Σταμάτης Μαμούτος και φέρει τον τίτλο «Ιππότες των δρόμων..
 

Εικόνα 7α): Αφίσα συναυλίας συγκροτημάτων του ακραίου ήχου. Πρόκειται για την δεύτερη -αν θυμάμαι καλά- ζωντανή εμφάνιση στην ιστορία των Rotting Christ..
Εικόνα 8: Με τον TK-Hardcore στο «Αν» το 1988.
Εικόνα 10: Η πρώτη στήλη «Warflag» που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Metal Hammer.Εικόνα 11: Σε συναυλία των New Jack το 1991.
Εικόνα 12: Σε συναυλία των πορφύρια το 1988.



 [1] Η «Κέντια» ήταν μια καφετέρια με διακόσμηση απαράλλαχτη από τα μέσα των 80’s, την οποία προτιμούσε ο «rock κόσμος» των νοτίων προαστίων. Αντιθέτως, η «Αριάννα» ήταν πιο συμβατική αλλά είχε το εξής χαρακτηριστικό. Όταν γίνονταν σημαντικοί ποδοσφαιρικοί αγώνες, ιδίως μεταξύ εθνικών ομάδων, ο ιδιοκτήτης της έβγαζε στην πλατεία δυο έγχρωμες τηλεοράσεις, προκειμένου να μπορέσουν οι θαμώνες της να τους παρακολουθήσουν. Το αποτέλεσμα ήταν να κατακλύζεται η πλατεία Κύπρου από το φανατικά ποδοσφαιρόφιλο κοινό της δεκαετίας του ‘80 και των αρχών εκείνης του ’90, κι όσοι βρισκόμασταν εκεί να δημιουργούμε μια ατμόσφαιρα που ανέδιδε το μεθυστικό άρωμα του «παλιού γηπέδου».   

[2].Όπως θα θυμούνται οι συνομήλικοί μου, ο κάθε νεαρός που εκείνα τα χρόνια επέλεγε να δηλώσει μέσω της ενδυμασίας του ότι υποστήριζε ένα πολιτιστικό ρεύμα της «κουλτούρας του δρόμου» (το heavy metal, το skinhead ή οποιοδήποτε άλλο) εντοπιζόταν από τους παλαιότερους και περνώντας από μια διαδικασία η οποία θύμιζε ανάκριση έπρεπε να αποδείξει ότι άξιζε να γίνει μέλος της κοινότητας και να φορά τα αντίστοιχα διακριτικά. Τα κριτήρια δεν ήταν χαλαρά κι ανάμεσά τους υπήρχε σχεδόν πάντοτε η ικανότητα να κερδίζει κανείς τσακωμούς στον δρόμο.  Η πρακτική του «ελέγχου» συνέβαλλε στο να διατηρηθεί η κοινότητα αμόλυντη από ακατάλληλους υποστηρικτές και να παραμείνει η κοινωνική ταυτότητα της «κουλτούρας του δρόμου» ισχυρή. Από την άλλη, όμως, περιελάμβανε συνήθως αχρείαστη ψυχολογική και σωματική βία, καθώς δεν ήταν λίγες οι φορές που απορρίπτονταν και προσβάλλονταν παιδιά τα οποία αγαπούσαν τις μουσικές, τις λογοτεχνικές και τις αισθητικές προεκτάσεις των ρευμάτων αλλά είχαν την ατυχία να μην αρέσουν στους παλιότερους.
 
[3] Μολονότι από το 1990 και την εμφάνιση του Alice Cooper στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας η συναυλιακή απομόνωση της χώρας μας από τα μεγάλα rock συγκροτήματα του εξωτερικού άρχισε να μετριάζεται, χρειάστηκε να φτάσουμε στα μέσα της δεκαετίας προκειμένου να αρχίσουν να πραγματοποιούνται συναυλίες ξένων συγκροτημάτων με ρυθμούς δυτικής Ευρώπης και άνευ επεισοδίων ή παρατράγουδων.
 - Σχόλια σε αυτή την ανάρτηση :

Ο/Η Γιάννης Παπαδημητρόπουλος είπε..Tο μόνο που έχω να πω είναι αυτό που είπε και ο ίδιος ο Σταμάτης σε κάποια από τις εκπομπές του στο διαδικτυακό ραδιόφωνο, ότι χρησιμοποιεί τη μεθοδολογία του κοινωνικού επιστήμονα αναμεμειγμένη με την αυτοβιογραφική συγγραφική του ικανότητα για να αποδώσει μεν την εποχή, αλλά όχι με στυλ ντοκιμαντερίστικο. Αναλύει όλες τις καταστάσεις και τα σύμβολα μέσα από το πρίσμα των κοινωνικών επιστημών και συνθέτει την εικόνα της εποχής καθώς αυτή μεταβαλλόταν σταδιακά από εξωτερικούς παράγοντες, προσθέτοντας και τη ματιά του ατόμου που έχει ζήσει και έχει πρωταγωνιστήσει σε αυτή την εποχή ή τουλαχιστον στην τελευταία φάση της και μπόρεσε να αντιληφθεί τη διαφορά.

Η παρουσίαση των "φυλών" της Καλλιθέας, με τα ιδιαίτερα σύμβολά τους, τα μέρη που σύχναζαν και το "τελετουργικό μύησής" τους δείχνει ότι η κοινωνική έρευνα των ανθρωπίνων ομάδων μέσα από τις επιστήμες της κοινωνιολογίας και της ανθρωπολογίας δε σταματάει μόνο στους ιθαγενείς κατοίκους του Αμαζονίου ή σε κάποια παραδοσιακή φυλή της Υποσαχάριας Αφρικής, αλλά είναι εξίσου σχετική και σήμερα, στον σύγχρονο αστικό πολιτισμό, καθώς έχουν καταφέρει να δημιουργηθούν ανθρώπινες ομάδες, όσο και το κυρίαρχο ρεύμα έχει προσπαθήσει να διαλύσει κάθε μορφή συλλογικότητας στα πλαίσια του ακραίου ατομικισμού.

Τέλος, ως οπαδός της Φανταστικής Λογοτεχνίας δε μπορώ να μην παρατηρήσω ένα πολύ ενδιαφέρον χαρακτηριστικό, που το ξέρουμε όλοι όσοι έχουμε υπάρξει σε εκτεταμένες παρέες, διαρθωμένες σε ομόκεντρους κύκλους: Τη χρήση "παρανομάτων" (παρατσούκλια) για κάθε ένα από τα μέλη της παρέας, που βασίζονται σε κάποιο εξωτερικό χαρακτηριστικό ή στην εργασιακή απασχόληση ή στον τόπο κατοικίας ή καταγωγής, που σταδιακά γίνονται γνωστά εντός και εκτός των χώρων που κινείται το άτομο και σταθεροποιούνται ως σημάδια αναγνώρισης, τόσο από "φίλους" όσο και από "εχθρούς", ενώ σταδιακά αντικαθιστούν το "κανονικό" όνομα του ατόμου σε όλες τις δοσοληψίες του με την ομάδα. Αυτή η πρακτική δε διαφέρει από τη μονονυμία των κλασσικών ηρώων των Επών (ελληνικών, μεσοποταμιακών, Σκανδιναβικών), των Μύθων και της Λογοτεχνίας και αποτελεί μέρος της ιερής ευρωπαικής Παράδοσης

Ανυπομονώ για την ολοκλήρωση και εκδοση του βιβλίου.
Kυριακή, 06 Σεπτεμβρίου, 2015
Ο/Η tzortzadams είπε...
Εξαιρετικό άρθρο-κείμενο, το οποίο επιβάλλεται να βρει τη θέση του σε ένα επερχόμενο βιβλίο....σύντομα ελπίζω...hail!!!
Δευτέρα, 07 Σεπτεμβρίου, 2015

Ο/Η Δημήτρης Αργασταράς είπε...
Νοσταλγική παραδοσιοκρατία και γνήσιος κοινοτικός βίος, νομίζω είναι δύο χαρακτηριστικά που διακρίνονται πίσω από τις γραμμές. Γιατί «κάθε βιώσιμη σύλληψη περί προόδου πρέπει να εμμένει στην πολιτισμική συνέχεια -και να υποστηρίζει έναν προσεκτικό, υπομονετικό συντηρητισμό- όσον αφορά τις κοινωνικές παραδόσεις με τις οποίες ταυτίζονται οι άνθρωποι και τα έργα τέχνης μέσω των οποίων εκφράζονται», ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε πως κάθε άνθρωπος είναι ένα κοινωνικό και πολιτικό ον και όχι απλώς μια ατομική οντότητα υποκινούμενη από ωφελιμιστικές αρχές.   

Όλα αυτά συνιστούν, βέβαια, μια μεγάλη συζήτηση, και ευελπιστούμε το επερχόμενο και πολύ πρωτότυπο εκδοθέν έργο να αποτελέσει μια γόνιμη αφετηρία για αυτήν... 
Τρίτη, 08 Σεπτεμβρίου, 2015

Ο/Η SUN W KNIGHT είπε..
Ξεχωριστοί Έφηβοι, Επικό Heavy Metal, Ηρωϊκή Φαντασία, Ανίκητος Ήλιος...
Πέμπτη, 10 Σεπτεμβρίου, 2015

Ο/Η k0zmik είπε...
Αρχές 90ς και η επέλαση της νέας εποχής κάνει την εμφανισή της. Ιδιωτική τηλεόραση, lifestyle περιοδικά -ειδική μνεία στην "Nitro generation" του ομώνυμου περιοδικού-, ροκανίζουν, ευτελούν και περιθωριοποιούν την αγνή δομή και φιλοσοφία των "ιπποτών της αριστοκρατικής αλητείας" που αναλύεις, φίλε μου Σταμάτη.

Ο μικροαστός επιθυμεί να γίνει κοινωνός μιας μεγαλοαστικής ελίτ, παρατηρώντας, μέσω των ΜΜΕ, κάνοντας όνειρα να γευτεί έστω ένα "ξεροκόμματο", να γλύψει ένα "κοκκαλάκι" από τον φανταχτερό, κοσμοπολίτιτκο τρόπο ζωής με τον οποίο καθημερινώς βομβαρδίζεται.

Τα τελευταία προπύργια που μπορεί για σένα να είναι τα Hambo, το ουφάδικο της Βιβής, η πλατεία Δαβάκη, για μένα κάποια άλλα μέρη, αρχίζουν να γκρεμίζονται μπρος στα έντρομα μάτια μιας ολόκληρης γενιάς που κλήθηκε να αντιμετωπίσει την Νέα Εποχή.

Καλή Δύναμη σου εύχομαι, να συνεχίζεις το έργο σου!
Σάββατο, 12 Σεπτεμβρίου, 2015

Ο/Η Ανώνυμος είπε...
Δεν πρόλαβα τα 80s αλλά τα διαβάζω από σας πάντα heavy metal.
Kostas epic
Κυριακή, 13 Σεπτεμβρίου, 2015

Ο/Η vaggelis είπε...
Ένα ξεχωριστό άρθρο με το άγριο άρωμα της ευγενούς αλητείας των περασμένων ετών και μία ριζοσπαστική θέση-θέαση απέναντι στον σύγχρονο κοσμοπολιτισμό και τον τεχνολογικό ολοκληρωτισμό.

Δεν θα επεκταθώ άλλο, καθώς οι υπόλοιποι Φίλοι-σχολιαστές με έχουν καλύψει.
Ευσεβής πόθος..η ολοκλήρωση του και η εκδοσή του σε βιβλίο.
WE ARE THE GUARDIANS OF THE FLAME..
Τρίτη, 15 Σεπτεμβρίου, 2015

O/Η Σταμάτης Μαμούτος είπε...
Γιάννη, η παρατήρηση για την επιβίωση ενός επικού προνωτερικού γνωρίσματος, του παρονόματος, εντός των πλασίων της κοινότητας των "ιπποτών του δρόμου", αποτελεί μια έξοχη υποσημείωση που εγώ δεν είχα αναδείξει. Ευχαριστώ!

Τζόρτζ και Δημήτρη, ευχαριστώ και εύχομαι παρομοίως, όταν ολοκληρωθεί το βιβλίο να βρει τον δρόμο του τυπογραφείου.

Ιππότη, τρόπος ζωής..για λίγους!

Κοzmik, σε δυο παραγράφους παραθέτεις πολλά, ευσύνοπτα και εύστοχα σχόλια.

Κώστα και Φίλιππε, εδώ είναι η επανάσταση, μονάχα Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ!

Πέμπτη, 17 Σεπτεμβρίου, 2015

Ο/Η Ανώνυμος είπε...
Μνημείο ρομαντικής κοινωνιολογίας αυτό το άρθρο και ύμνος στον τρόπο ζωής των παλιών αλανιών που με το γνήσιο ελληνικό αντρισμό του πεζοδρομιακού τρόπου ζωής έγραψαν ιστορία σε μια πια περασμένη εποχή
Τρίτη, 22 Σεπτεμβρίου, 2015