Φόρος τιμής στον Βασίλη Πολυδούρη

 
του Ανακρέοντα*
 
Την Τετάρτη 8 Νοεμβρίου 2006 ο ελληνικής καταγωγής  συνθέτης  Βασίλης  Πολυδούρης έχασε την μάχη με τον καρκίνο και απεβίωσε στο Cedars-Sinai Medical Center του Los Αngeles, σε ηλικία 61 ετών. Ο χαμός του άφησε ένα  δυσαναπλήρωτο κενό  στον παγκόσμιο μουσικό χάρτη. Από την Herald Tribune μέχρι την The Independent και από τους  New York  μέχρι τους  Los Angeles Times, αφιερώθηκαν ολοσέλιδες  καταχωρίσεις για να τιμήσουν τη μνήμη αυτής της μεγάλης  προσωπικότητας. Χαρακτηριστικός είναι ο τίτλος των Los Angeles Times: «Terrible news today... We ve lost another of the genuinely talented. Basil Poledouris, dead at 61, of cancer. Unbelievable». Αξίζει, βέβαια, να σημειωθεί ότι στα αργυρώνητα ανθελληνικά και φιλελεύθερα μέσα μαζικής ενημέρωσης δεν έγινε ούτε η παραμικρή αναφορά... Στο παρακάτω κείμενο ακολουθεί ένα μικρό αφιέρωμα στην  ζωή και το έργο του Πολυδούρη, ώστε να αποτίσουμε, στο μέτρο του δυνατού, έναν ύστατο φόρο τιμής  σ' αυτόν τον μεγάλο Έλληνα.

   
Ο Βασίλειος Κωνσταντίνος Πολυδούρης  (όπως είναι το πλήρες όνομά του), γεννήθηκε στο Kansas City του Missuri στις 21 Αυγούστου του 1945. Σε ηλικία επτά ετών ξεκίνησε τις σπουδές του στο πιάνο με απώτερο στόχο να γίνει κονσερτίστας. Μάλιστα, στο γυμνάσιο συμμετείχε και σε μία παραδοσιακή (folk) μπάντα συμμαθητών του. Τα σχέδια αυτά όμως άλλαξαν όταν πήγε στο πανεπιστήμιο της νότιας California, αφού όπως είχε δηλώσει και ο ίδιος δεν ήταν προετοιμασμένος για την μουσική του 20ου  αιώνα, που έπρεπε αναγκαστικά να μελετήσει, γιατί από μικρός λάτρευε την πομπώδη κλασσική μουσική και συγκεκριμένα τον μεγάλο Ρώσο Serge Prokofiev. Βέβαια ο Prokofiev έζησε στον 20ο  αιώνα, αλλά σίγουρα η μουσική του δεν είχε την παραμικρή σχέση με την υπόλοιπη μουσική της δεκαετίας του'60, στην οποίαν λαμβάνουν χώρα τα γεγονότα που περιγράφονται.

Λόγω της έτερης μεγάλης του αγάπης, τον Miklos Rozsa (καθώς επίσης και από ένα soundtrack του Alfred Newman για την ταινία «The Robe»), άρχισε να ενδιαφέρεται για τον κινηματογράφο και γράφτηκε στην ανάλογη σχολή του πανεπιστημίου του. Εκεί σπούδασε σκηνοθεσία/ κινηματογραφία και ηχητική  κάτω από τις οδηγίες  του David Raksin. Στο ίδιο πανεπιστήμιο σπούδασαν και οι George Lucas, John Milius και Randal Keiser, οι οποίοι έγιναν φίλοι, γεγονός που θα αποδεχτεί σημαντικότατο για την μετέπειτα καριέρα του Πολυδούρη.

Στα πανεπιστημιακά του χρόνια σαν εργασία γύρισε την ταινία «Glu (1967), της οποίας το σενάριο υπέγραφε ο Milius και την σύνταξη/παραγωγή ο Kleiser. Τον ίδιο χρόνο έπαιξε ως βοηθητικός ηθοποιός στην ταινία ΄First to Fight΄ ενώ την διετία 1967-’68 συμμετείχε επίσης ως βοηθητικός ηθοποιός σε τρία επεισόδια της τηλεοπτικής σειράς «Star Trek». Παίρνοντας το πτυχίο του ξεκίνησε να γράφει μουσική για τηλεοπτικές παραγωγές, όπως τα «Congratulations, It's α Βοy' (1971) και «Three for the Road» (1974), για να κερδίζει τα προς το ζην, αφού ήδη από το 1969 είχε παντρευτεί την σύζυγό  του Bobbie. Ξεκίνησε δειλά - δειλά να γράφει μουσική για κάποιες μικρές – ανεξάρτητες ταινίες, όπως τις «Extreme Close up» (1973) και «Tintorea» (1977), αλλά η πρώτη σημαντική δουλειά που τον ενέταξε στον παγκόσμιο χάρτη, ήρθε μετά από πρόταση του συμφοιτητή του John Milius για την ταινία του τελευταίου «Big Wednesday» (Ί978). Η δραματική  υπόθεσή  της ταινίας, ήταν που  ώθησε τον Πολυδούρη να συνθέσει ένα συμφωνικό αριστούργημα και όπως συνέβη αρκετές  φορές  στην καριέρα του, να υπερκεράσει ακόμα και την ίδια την ταινία στις κριτικές του τύπου. Ο  μέχρι τότε άσημος συνθέτης (που παρόλα αυτά είχε συνθέσει μουσική για περίπου 125 ντοκιμαντέρ και τηλεοπτικά διαφημιστικά) είχε αρχίσει να χαράσσει την μεγαλειώδη πορεία του.

Ακολουθώντας μία συνεχώς ανοδική καριέρα («The Blue Lagoon» (1980), «Fire οn the Mountain» (1981), χρειάστηκε πάλι τον John Milius για να του δώσει την ευκαιρία να γράψει το όνομά του με χρυσά γράμματα στο πάνθεον της  παγκόσμιας μουσικής, όταν ο τελευταίος απαίτησε από τον παραγωγό Dino De Laurentis, της τότε ταινίας που γύριζε και η οποία έφερε τον τίτλο  «Conan the Barbarian», να προσλάβει ως συνθέτη της μουσικής του έργου τον Πολυδούρη. Ο ίδιος σχολίασε αρκετά χρόνια μετά, πως ήταν ένα από τα δυσκολότερα έργα του, αφού στις περισσότερες ταινίες η μουσική έρχεται σαν συνοδευτικό στοιχείο ενώ αντίθετα στο Conan έπρεπε να έχει πολλές φορές πρωταγωνιστικό ρόλο, λόγω της  έλλειψης μεγάλων διαλόγων. Ενδεικτικό είναι ότι τα είκοσι επτά από  τα πρώτα τριάντα λεπτά της ταινίας είναι  μόνο μουσική και εικόνα! Στο Conan φαίνεται και η ιδιοφυΐα αυτού του μεγάλου καλλιτέχνη, αφού για να μπορέσει να εμφυσήσει την μουσική του στο κλίμα της ταινίας, εκτός από την 90-μελή ορχήστρα και την 24-μελή χορωδία, προσέθεσε ήχους από μεταλλικά κύμβαλα, ένα γαλλικό κέρας και λαμβάνοντας επιτυχημένα την συμβουλή του Milius, εμπνεύστηκε μελωδίες που ήταν επηρεασμένες από  τα «Carmina Burana» του Carl Orff αλλά και τον Γρηγοριανό ύμνο «Dies lrae». Έτσι κατάφερε να δημιουργήσει έναν σχεδόν μεσαιωνικό ήχο, γεγονός πρωτόγνωρο για τα δεδομένα του Hollywood και της εποχής. Το αντίκτυπο της μουσικής  του Conan, εκτίναξε την καριέρα του Πολυδούρη στα ύψη, αφού αποτέλεσε μια από τις λίγες δυστυχώς φορές που η ποιότητα συνάντησε την εμπορική επιτυχία (αποτελεί μέρος ενός από τα 50 soundtrack με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στην ιστορία αυτής της κατηγορίας μουσικής !). Αξίζει επίσης να αναφερθεί πως ένα μικρό σημείο του μέρους «Lονe Theme» από την μουσική της ταινίας ο ελληνικής καταγωγής συνθέτης το άκουσε από την κόρη του Ζωή, η οποία ήταν μόλις εννέα ετών (αργότερα έκανε και μια δεύτερη, την Αλεξία) που το τραγουδούσε κατά την διάρκεια που ο ίδιος συνέθετε την μουσική για την ταινία. Γι' αυτό αναφέρεται και αυτή στις σημειώσεις του δίσκου.

Στις 2 δεκαετίες που  ακολούθησαν, ο Πολυδούρης έγραψε μουσική  για πάνω από 80 ταινίες, έχοντας επιλεγεί  και συνεργαστεί  με σημαντικότατους  σκηνοθέτες, όπως ο Paul Verhoeveη, που ξεκίνησαν την συνεργασία τους με την μεσαιωνική περιπέτεια «Flesh & Blood» (1985), η οποία  σαν ταινία, αλλά και σαν μουσική θυμίζουν έντονα το Conan, το «Robocop» (1987), το «The Twilight Zone» (1986) και το «Starship Troopers» (1997), στο οποίο δόθηκε στον Πολυδούρη ένα πολύ μεγάλο χρονικό περιθώριο για την σύνθεση της μουσικής, αφού ξεκίνησε να συνθέτει τον Φεβρουάριο του 1997 και τελείωσε τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς. Σκεπτόμενοι μάλιστα ότι στους περισσότερους συνθέτες δίνεται ένα περιθώριο τριών με πέντε εβδομάδων για να συνθέσουν το έργο τους, γίνεται εύκολα αντιληπτό σε πόσο μεγάλη υπόληψη είχε ο Verhoeven τον Πολυδούρη.

   
Σημαντικότατες ήταν εκτός του Conan, και οι υπόλοιπες συνεργασίες του με τον Milius, όπως  τα «Red Dawn» (1984), «Flight of the Intruder» (1990) και «Farewell to the King» (1989). Ειδικά για το τελευταίο ο Πολυδούρης έχει δηλώσει πως μαζί με το Conan, αποτελεί ένα από τα αγαπημένα του έργα. Άλλες συνεργασίες του ήταν με τους Steven Seagal («Under  Siege 2:Dark Territory», «On Deadly Ground»), Sidney J. Furie («Iron  Eagle»), John Waters («Cecil Β. De-Mented», «Serial Mom»), Sam Raimi («For the Love of the Game»), John McTiernan (στο εκπληκτικό «The Hunt for Red October»), Billie August («Les Miserables»), Simon Wincer («Quigley Down Under», «Free Willy») και του παλιού του γνώριμου Randal Keiser («The Blue Lagoon», «Summer Lovers», «White Fang», «Ίt's Μy Party»).

    
Οι σημαντικότερες  στιγμές  στην καριέρα του ήταν αναμφισβήτητα όταν κέρδισε το βραβείο Emmy, για την μουσική  της  western  σειράς  «Lonesome Dove» το 1989 (όπου συνέθεσε εκπληκτική παραδοσιακή country μουσική, αντικαθιστώντας την μελωδία  της  φυσαρμόνικας με ακορντεόν) και φυσικά όταν του προτάθηκε να γράψει τον εναρκτήριο ύμνο των Ολυμπιακών Αγώνων της Atlanta του 1996, τον οποίον και συνέθεσε υπό τον τίτλο «The Tradition of the Games». Πρόκειται για μια εκπληκτική σύνθεση διάρκειας έξι λεπτών, που εκτός των άλλων διαθέτει ένα έντονο ελληνικό  στοιχείο με βυζαντινές  ηχητικές αποχρώσεις. Το έργο εκτελέστηκε στην τελετή έναρξης των αγώνων από την συμφωνική ορχήστρα της Atlanta και μια 300-μελή χορωδία, μαγεύοντας τους θεατές. Όσοι ενδιαφέρονται να το ακούσουν μπορούν να αναζητήσουν ένα CD με τίτλο «Honor and Glory», μία συλλογή  με έργα του Πολυδούρη και την μοναδική  ψηφιακή παρουσία του εν λόγω μουσικού μέρους.   

Πιθανότατα, διαβάζοντας αυτές τις γραμμές, θα απορήσετε πως είναι δυνατόν οι Αμερικανοί να εμπιστεύονται τον ύμνο των Ολυμπιακών τους αγώνων σε έναν ελληνικής καταγωγής πολίτη τους και εμείς στην Ολυμπιάδα της Αθήνας όχι απλώς δεν προτείναμε σε κάποιον από τους μεγάλους συνθέτες μας κάτι ανάλογο, αλλά παρουσιάσαμε ένα μουσικό έκτρωμα ενός Βρετανού (εάν δεν κάνω λάθος) dj !!! Η παρακμή του πολιτισμού των νεοελλήνων σε όλο  της  το μεγαλείο...

Βασικότατο στοιχείο της μουσικής του Πολυδούρη ήταν ότι ποτέ δεν συνέθεσε μουσική σε υπολογιστή, ακόμα και στις  τελευταίες  του δουλειές, που η τεχνολογία είχε προχωρήσει με αλματώδη βήματα, αυτός εργαζόταν πάντα στο πιάνο του. Όπως είχε δηλώσει και ο ίδιος οκτώ χρόνια πριν «γράφω με ένα στυλό σε ένα κομμάτι χαρτί νότες, τις οποίες  συνθέτω στο Steinway πιάνο μου, είναι ο μόνος τρόπος που δουλεύω από την παιδική μου ηλικία. Αυτός για μένα είναι ο μόνος τρόπος για να νοιώθεις την μουσική, έχω δοκιμάσει να δουλέψω με υπολογιστή, αλλά ήταν απλά μια αποτυχία. Έχω σκεφτεί ότι θα ήταν πιο γρήγορα και πιο οικονομικά, αλλά προσωπικά έχω ανάγκη να «αγγίζω» το υλικό που δημιουργώ».

Την τελευταία του επίσημη εμφάνιση την έκανε, όχι πολύ πριν πεθάνει, σαν επίσημος καλεσμένος στο φεστιβάλ μουσικής της Ubeda στην lσπανία. Εκεί τον υποδέχτηκαν εκατοντάδες θαυμαστές ζητώντας του αυτόγραφα και αντιμετωπίζοντάς τον περισσότερο σαν rock star, παρά σαν κλασσικό συνθέτη, γεγονός πάντως που, όπως είχε πει, του προκάλεσε θετική  εντύπωση. Παρά το ότι η αρρώστια του ήταν σε προχωρημένο στάδιο, δέχτηκε μετά  από παροτρύνσεις των διοργανωτών και διηύθυνε ένα σημαντικό τμήμα του Conan. Εφόσον γνώριζε ότι το μέλλον του διαγραφόταν δυσοίωνο, θεωρώ πως τα συναισθήματα της βραδιάς εκείνης θα  πρέπει να ήταν ιδιαίτερα έντονα. Όπως είχε δηλώσει και ο Doreen Ringer Ross, πρόεδρος  της εταιρείας ΒΜΙ και συνεργάτης του επί 20 χρόνια, «ήταν μια μαγική  βραδιά, που οι παρευρισκόμενοι θα θυμούνται για το υπόλοιπο της  ζωής τους».

Τα τέσσερα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο Vashon Island της  πολιτείας  της Washington, όπου είχε πολύ  χρόνο, για  να ασχοληθεί  με ένα από τα αγαπημένα του hobby, την ιστιοπλοΐα. Συχνά έπαιρνε το σκάφος του και ταξίδευε στον Ειρηνικό Ωκεανό, όπου, όπως είχε δηλώσει, αντλούσε έμπνευση για τη μουσική του, (κάποια παραδείγματα μπορείτε να βρείτε στα soundtrack  των ταινιών 'Wind' και «Free Willy»). Μετά  τον θάνατό του, η μητέρα του Ελένη, ο αδερφός  του Γιάννης καθώς και η σύζυγός του με τις κόρες του άνοιξαν έναν τραπεζικό  λογαριασμό, όπου όποιος επιθυμεί μπορεί να κάνει μια δωρεά στο ίδρυμα Mr. Holland's Opus Foundation, που υποστηρίζει την  μουσική μόρφωση των ανήλικων παιδιών ή στον οικολογικό οργανισμό Catalina Conservancy.

*Η διεύθυνση της «Φανταστικής Λογοτεχνίας» ευχαριστεί τον Ανακρέοντα για την παραχώρηση του παραπάνω άρθρου. Μπορείτε να διαβάσετε μια προγενέστερη εκδοχή του στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Έρημη Χώρα». Επισκεφθείτε τον διαδικτυακό χώρο της «Έρημης Χώρας» στην διεύθυνση erimihora.blogspot.gr